«Τα σιγανά ποταμάκια να φοβάσαι πάντα, παιδί μου», έλεγε η γιαγιά μου. Και σαν παιδί προσπαθούσα να καταλάβω γιατί φωνάζουν οι ποταμοί ενώ στην πραγματικότητα ήταν τόσο ήρεμοι και χαλαρωτικοί. Κούνια που με κούναγε! Γιατί μεγαλώνοντας κατάλαβα πως αυτά τα σιγανά ποταμάκια μας κάνουν πάντα τη μεγαλύτερη ζημιά και είναι ντυμένοι άνθρωποι, φίλοι, σύντροφοι, συνεργάτες! Διαλέγεις και παίρνεις.
Μην πεις πως δεν το έζησες ποτέ στη ζωή σου, γιατί μεταξύ μας, ακόμη θυμάσαι τη μούρη σου σαν είδες απέναντί σου τη μεταμόρφωση. Γιατί αυτοί που μαζεύουν μέσα τους την κάθε μικρή λεπτομέρεια που δε συζήτησαν ποτέ μαζί σου, στην πέταξαν ανάμεσα στη βόμβα που ήρθε κι έσκασε μπροστά σου.
Υπάρχουν άνθρωποι που δείχνουν πως προσπερνούν παρεξηγήσεις. Που ενοχλούνται από διάφορες, μικρές, καθημερινές λεπτομέρειες, μα τις αφήνουν στην άκρη. Ένα-ένα λιθαράκι γεμίζει όλες τις ψυχικές τους αποθήκες, σε σημείο που ένα πούπουλο να πέσει, πυροδοτεί τις μεγαλύτερες εντάσεις απ’ το πουθενά. Αν ξέραμε; Αν μας το έλεγαν εκείνη τη δεδομένη στιγμή που έπεφτε το κάθε λιθαράκι; Θα είχαμε ακόμη πολλούς ανθρώπους στη ζωή μας.
Μα, δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν έχουμε όλοι τον ίδιο χαρακτήρα. Και πόσο αλήθεια βαρετή θα ήταν μια ζωή χωρίς το αλατοπίπερο που βάζουν οι μικρές εντάσεις; Πώς θα μπορούσαμε να καταλάβουμε καλύτερα τον άλλο απέναντί μας αν δεν υπήρχαν καβγαδάκια ενδιάμεσα; Γιατί σ’ έναν καβγά, μικρό ή μεγάλο, βλέπεις τον πραγματικό εαυτό του άλλου. Βλέπεις ξεκάθαρα μέχρι πού μπορεί να φτάσει με το καράβι του θυμού.
Αυτά τα σιγανά ποταμάκια που λέτε –το χαβά μου εγώ–, τις περισσότερες φορές, τις πιο ακατάλληλες αλήθεια στιγμές, μας λένε ένα ξερό «θέλω να μιλήσουμε», και λένε, λένε, λένε σε σημείο που μας πληγώνουν, αφού δεν είχαμε δει κανένα σημάδι που να εξηγούσε αυτό που διαδραματίζεται μπροστά στα μάτια μας. Στη φυγή τους δε, μετά απ’ το σταυρό μας για όλα όσα ακούσαμε, αναρωτιόμαστε αν είμαστε τόσο κακοί άνθρωποι, αφού αλήθεια δεν καταλάβαμε τι ήταν όλο αυτό που είδαμε κι ακούσαμε.
Ευτυχώς για όλους μας, δεν είναι όλοι οι άνθρωποι έτσι. Χίλια ευτυχώς. Γιατί υπάρχουν κι αυτοί οι αγαπησιάρικοι φασαρίες! Αυτοί οι άνθρωποι που μπορούν σε μια διαφωνία επάνω, να κοκκινίσουν σαν παντζάρι απ’ τα νεύρα, να σπάσουν και κάνα-δυο πιάτα, μα μετά από ένα λεπτό να ξεκινήσουν να γελούν ασταμάτητα για όλο το μπέρδεμα που προκλήθηκε! Και το καλύτερο μ’ αυτούς ποιο είναι; Το χωριό στην Κρήτη που λέγεται Μάνη δεν το έχουν στο χάρτη τους. Γιατί δεν κρατάνε μανιάτικο καμία κουβέντα που ανταλλάχθηκε στην εμπόλεμη, χαζή ζώνη.
Μεγαλώνοντας τους φωνακλάδες τους αγαπάμε λίγο περισσότερο. Είναι αληθινοί, ντόμπροι και ποτέ απόλυτοι μέχρι αποδείξεως του αντιθέτου. Και ποιος αλήθεια δεν έχει ανάγκη απ’ αυτή τη μορφή αλήθειας δίπλα του; Γιατί ο φωνακλάς θα σε μαλώσει πριν να κάνεις τη λάθος επιλογή. Πριν να φας τα μούτρα σου στην απόφαση που πήρες και τόσο στηρίζεις. Θα σου πει χύμα και σταράτα αυτό που πρέπει ν’ ακούσεις, κι ας μην το θες. Μέσα του μια φορά ποτέ δε θα μείνει.
Φωνακλάδες και ποταμάκια θα βρούμε πολλά στο διάβα μας. Κρατάμε αυτούς που θέλουν το καλό μας και δεν τους νοιάζει να πνίξουν τη γνώμη τους. Δε θέλουμε άλλη σιωπή δίπλα μας. Ας μάθουμε να κρίνουμε τους ανθρώπους με τον τρόπο που θέλουν να είναι δίπλα μας. Και μεταξύ μας; Καλύτερα αυτούς που μας πετάνε αλήθειες, παρά όμορφες συγκαταβατικές σιωπές!
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου