-Παναγιώτη, συμπλήρωσες το μηχανογραφικό σου; Τι επιλογές έβαλες;

-Μαμά, το έχω έτοιμο. Τα σκέφτηκα καλά. Αύριο το παραδίνουμε. Οικονομικά έβαλα, Λογιστική, πιο κάτω Διοίκηση Επιχειρήσεων. Αυτά.

-Καλά, ελπίζω να περάσεις όπου θες. Σημασία έχει να μπαίνεις στο δημόσιο με το πτυχίο σου.

-Ωχ μωρέ μαμά, εσύ και το δημόσιο, δε βαρέθηκες τόσο καιρό να λες το ίδιο πράγμα; Δημόσιο και δημόσιο. Εγώ θέλω να εργαστώ σε εταιρία, ίσως και στο εξωτερικό. Δε θα εγκλωβιστώ πίσω από ένα γραφείο εγώ. Έχω όρεξη για μεγάλα πράγματα.

-Παιδί μου, έλα στα καλά σου, δεν έχει σαν το δημόσιο σίγουρος μισθός, άνετες άδειες. Βαγγέλη, πες και ‘συ καμιά κουβέντα, εσένα σε ακούνε.

-Δίκιο έχει η μάνα σου γιε μου, η κυρά Δέσποινα μίλησε σωστά.

 

Όπως καταλαβαίνετε, ο πιο πάνω διάλογος αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας αλλά δεν απέχει καθόλου από την πραγματικότητα της χώρας. Αλλάξτε ονόματα, φύλα, πρόσωπα, επιχειρήματα, επαγγέλματα, και θα συνειδητοποιήσετε ότι η συζήτηση αποτυπώνει με τον πιο εύγλωττο τρόπο την αντίληψη και τις πεποιθήσεις, όχι μόνο της κοινωνίας, αλλά και ολόκληρων γενεών για τα οφέλη του ελληνικού δημοσίου. Αν ο διάλογος έγινε πριν 30 χρόνια, πιθανόν ο Παναγιώτης τώρα να είναι υπάλληλος μιας δημόσιας υπηρεσίας, αν πάλι γίνεται τώρα, διατηρώ τις επιφυλάξεις μου.

Για χρόνια και δεκαετίες ολόκληρες, από τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο και μετά, η μέση οικογένεια της χώρας, δημιούργησε το «ελληνικό όνειρο», πίστεψε σ’ αυτό κι εργάστηκε με κάθε μέσο για να το υλοποιήσει. Το όνειρο περιλάμβανε μια θέση στο δημόσιο, σε οποιαδήποτε υπηρεσία, ακόμα κι αν δεν ανταποκρινόταν πλήρως στα προσόντα, τις επιθυμίες τις κλίσεις, τις ικανότητες του ατόμου. Και προσπαθούσε με κάθε μέσο, θεμιτό αλλά κι αθέμιτο κάποιες φορές, να τα καταφέρει. Και κάπως έτσι, οι πελατειακές σχέσεις έδιναν και έπαιρναν και διάφοροι τυχάρπαστοι εκμεταλλεύονταν πρόσωπα και καταστάσεις. Και οι υποψήφιοι, είχαν δεν είχαν τα εφόδια, κυνηγούσαν, σκοτώνονταν, εκλιπαρούσαν για μια θέση στο δημόσιο.

Δεν υπάρχει αμφιβολία, για να είμαστε απόλυτα ειλικρινείς, ότι το ελληνικό δημόσιο συγκέντρωνε (σκόπιμη η χρήση παρελθοντικού χρόνου) μια σειρά από ωφελήματα που το έκαναν ελκυστικό για τον οποιονδήποτε. Η μονιμότητα της θέσης που επέτρεπε να προγραμματίσει κάποιος τη ζωή του, το βατό ωράριο εργασίας, η πρόσβαση σε ιατρική και νοσηλευτική φροντίδα, κάποια επιδόματα και άδειες, είναι μερικά (τα πιο βασικά ίσως) από τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούσαν όσοι ήθελαν να εργοδοτηθούν στην ελληνική δημόσια υπηρεσία.

Ο δημόσιος υπάλληλος μπορούσε με σωστή διαχείριση και προγραμματισμό να προβλέψει τα επόμενα βήματά του, την επικείμενη προαγωγή, την πιθανή κακοτοπιά και να πράξει ανάλογα. Όλα αυτά κατακτήθηκαν με αγώνες, συζητήσεις και αλλαγές στις πολιτικές που εφαρμόζονταν. Κι έγιναν οι δημόσιοι υπάλληλοι η πιο ζηλευτή και «προνομιούχα» τάξη.

Όπως είναι φυσικό, η μονιμότητα έρχεται με τα συμπαρομαρτούντα. Πολύ πιθανόν ο εργαζόμενος να απολέσει το κίνητρό του, την εσωτερική ανάγκη που θα τον οδηγήσει σε περαιτέρω βελτίωση και να εφησυχάσει. Μη λέμε και τα αυτονόητα, όμως. Αυτό δεν ισχύει για όλους εννοείται. Εάν ο εργαζόμενος αντιμετωπίσει τη θέση ως «βόλεμα», τότε θα αντιμετωπίσει πρόβλημα και αυτός και η εργασία του.

Στον αντίποδα, ο ιδιωτικός τομέας, ένας τομέας που αφενός κλήθηκε να ανοικοδομήσει τη χώρα από τα συντρίμμια της και αφετέρου πλήγηκε τις περισσότερες φορές από κρίσεις, μνημόνια, πτωχεύσεις, συγχωνεύσεις, δεν έχει να προσφέρει τίποτα από αυτά. Χαρακτηρίζεται από ρευστότητα και αβεβαιότητα αλλά και ένα συνεχή αγώνα να αποδείξεις ποιος είσαι και τι αξίζεις. Ο εργαζόμενος νιώθει συνεχώς την απειλή μιας ενδεχόμενης απόλυσης, όχι διότι το αφεντικό του τον έκανε να νιώθει κατ΄αυτόν τον τρόπο, αλλά επειδή αυτή είναι η σκληρή πραγματικότητα Έτσι, αναγκάζεται να γίνει πιο παραγωγικός και ευρηματικός, διότι πλέον κίνητρό του είναι η διατήρηση αρχικά και η ενίσχυση αργότερα των κεκτημένων του.

Δυστυχώς, όλα αυτά επιφέρουν ένα τρομερό άγχος στον άνθρωπο, νιώθει πίεση, συχνά πανικό, συναισθήματα που τον επηρεάζουν και στην προσωπική του ζωή. Το σίγουρο είναι ότι, όταν ο ιδιωτικός τομέας είναι εύρωστος και δυνατός, υπάρχουν όχι μόνο θέσεις εργασίας αλλά και ευκαιρίες ανέλιξης που προσφέρονται σε όλους και μπορούν να τις διεκδικήσουν όλοι, επί ίσοις όροις.

Σήμερα, τα δεδομένα έχουν αλλάξει. Ο ιδιωτικός τομέας φαίνεται να κερδίζει έδαφος, τουλάχιστον σε νεαρές ηλικίες που τώρα βγαίνουν στην αγορά εργασίας και έχουν μεγαλώσει στην ψηφιακή εποχή. Ο νέος της δεκαετίας 20 με 30, θεωρεί ότι το δημόσιο θα του στερήσει την ευκαιρία εξέλιξης ή εξειδίκευσης. Σε μια εποχή που οι ρυθμοί είναι γρήγοροι και τα δεδομένα μεταλλάσσονται, οι νέοι αποζητούν ή καλύτερα έχουν εξοικειωθεί με ταχείες διαδικασίες, αποτελεσματική εργασία και σίγουρα όχι γραφειοκρατία. Φορτωμένοι με μεταπτυχιακά, διπλώματα, σεμινάρια και εξειδικεύσεις, εύλογα πιστεύουν ότι το δημόσιο θα λειτουργήσει ανασταλτικά και περιοριστικά, ως προς τη φαντασία, τη δημιουργικότητα αλλά και την επιβράβευση. Διότι, κακά τα ψέματα, ο δημόσιος τομέας δεν επιβραβεύει βάσει απόδοσης ή αποτελεσματικότητας, αλλά με έναν τρόπο συμπεριληπτικό. Όλοι οι εργαζόμενοι κρίνονται και αμείβονται με τον ίδιο τρόπο, ανεξαρτήτως του τι πέτυχαν ή δεν πέτυχαν, πόσο και αν εργάστηκαν κ.ο.κ. Οι νέοι εργαζόμενοι, με πολύ έντονο το αίσθημα της δικαιοσύνης, αποφεύγουν και σε ακραίες περιπτώσεις ειρωνεύονται και υποτιμούν το δημόσιο, προκρίνοντας την εργασία σε μια εταιρία, με δύσκολα ωράρια, πολλές απαιτήσεις, χαμηλό αρχικό μισθό αλλά πιθανότητα ανέλιξης, ταχύτερης ενδεχομένως, μετάθεσης, επιμόρφωσης.

Οι παππούδες και οι γονείς μας, μεγαλώνοντας με την οικονομική και επαγγελματική αστάθεια, είναι απολύτως λογικό να ένιωθαν ανασφάλεια, κάτι που επηρέαζε την ποιότητα ζωής τους. Εύλογα θεωρούσαν ότι μια θέση στη δημόσια υπηρεσία θα τους εξασφάλιζε όσα στερήθηκαν και θα τους απάλλασσε από το άγχος του βιοπορισμού. Ομολογώ ότι και ‘γω μεγάλωσα πιστεύοντας ότι το δημόσιο, με τα χίλια κακά του, έχει να προσφέρει σταθερότητα, ασφάλεια και καλό ωράριο, και καλό θα ήταν να το κυνηγήσω. Και δεν ήταν μόνο οι γονείς μου που σκέφτονταν έτσι, ήταν η συντριπτική πλειοψηφία.

Τολμώ να πω ευτυχώς, η αντίληψη σιγά σιγά αλλάζει. Το δημόσιο στην Ελλάδα δεν είναι η πρώτη επιλογή όλων. Οι μισθοί δεν είναι τέτοιοι που να ανταποκρίνονται στη σημερινή πραγματικότητα και ανάγκες, η κρατική υπηρεσία είναι εγκλωβισμένη σε απαρχαιωμένες πρακτικές και δε φαίνεται έτοιμη να απαγκιστρωθεί, παρόλες τις φιλότιμες προσπάθειές που κατά καιρούς γίνονται. Οι νέοι δικαίως δυσανασχετούν. Έχουν μάθει αλλιώς. Η πληθώρα επιχειρήσεων, ντόπιων και ξένων και η δυνατότητα τηλεργασίας σε μια εταιρία με έδρα το εξωτερικό τούς δίνουν την ευκαιρία να ψάχνουν εκείνο που τους ικανοποιεί και τους γεμίζει περισσότερο.

Είναι όλα ρόδινα στον ιδιωτικό τομέα; Σίγουρα όχι. Όπως ούτε και στο δημόσιο, εξάλλου. Άλλωστε, ο κάθε τομέας, με τα καλά και τα κακά του έχει να προσφέρει στην ελληνική οικονομία, στην πρόοδο και την ευημερία της.

Συντάκτης: Χριστιάνα Δεμέναγα