Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι πραγματικές και ουσιαστικές φιλίες ενισχύουν την αυτοπεποίθησή μας και μας δίνουν την αίσθηση ότι κάπου ανήκουμε. Και αυτό το μαθαίνουμε από πολύ μικρή ηλικία. Κάνουμε τις πρώτες μας φιλίες στον παιδικό σταθμό, τις ενδυναμώνουμε στο δημοτικό, τις εμπλουτίζουμε στο Γυμνάσιο και λίγο πριν την αποφοίτησή μας κατασταλάζουμε σε κάποιους από εκείνους τους λίγους που θα μας συντροφεύουν στην ενηλικίωση.
Στα φοιτητικά μας χρόνια συναναστρεφόμαστε πολύ κόσμο. Κάπου διάβασα ότι μέχρι τα 25, γνωρίζουμε τα πιο πολλά άτομα που θα μπουν στη ζωή μας. Είναι η περίοδος της αναζήτησης και της περιπέτειας. Συμφοιτητές, φίλοι και οι συγκάτοικοί τους, γείτονες, φλερτ, σύντροφοι, θαμώνες στα μαγαζιά που συχνάζουμε. Δημιουργούμε πολυάριθμες παρέες, οργανώνουμε δραστηριότητες και εξορμήσεις και τελειώνοντας τη φοιτητική ζωή, θεωρούμε ότι με τους ανθρώπους αυτούς θα είμαστε κοντά μια ζωή.
Η προσγείωση, όμως, στην πραγματικότητα είναι για πολλούς δυσάρεστη, αντίθετη από τα προσδοκώμενα και έχει κάτι το απογοητευτικό. Κάποιοι απ’ τους φίλους που κάναμε στη σχολή επιστρέφουν στον τόπο καταγωγής τους, η παρέα σκορπίζει στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, και σιγά σιγά μπαίνουμε στον κόσμο των υποχρεώσεων, των ευθυνών και του απαιτητικού προγράμματος. Και κάπως έτσι χανόμαστε με αρκετά απ’ τα φιλαράκια των μαθητικών και των φοιτητικών μας χρόνων.
Κάπου στα 30 και βάλε, ο κοινωνικός μας κύκλος σταθεροποιείται, πάντα βέβαια με μικρές προσθαφαιρέσεις. Βέβαια, όσο μεγαλώνουμε διευρύνονται τα ενδιαφέροντά μας και οι χώροι στους οποίους κινούμαστε, και κάπως έτσι μπαίνουν στη ζωή μας νέα άτομα, τα οποία γνωρίζουμε μέσω της δουλειάς, των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, του κοινωνικού κύκλου των παιδιών μας ή ακόμα και απ’ τη γειτονιά. Οι περισσότεροι παραμένουν προσωρινά στον κοινωνικό μας κύκλο, όμως κάποιοι ελάχιστοι καταφέρνουν να κερδίσουν μια θέση στη ζωή μας και να γίνουν φιλαράκια μας.
Επικρατεί η άποψη ότι όσο μεγαλώνουμε, οι προτεραιότητές μας αλλάζουν και γινόμαστε πιο επιλεκτικοί στο ποιοι έχουν θέση στη ζωή μας. Όμως -και το πιστεύω ακράδαντα αυτό- αν κάποιος κερδίσει την εμπιστοσύνη μας και μπει στη ζωή μας μετά τα 30, πολύ πιθανόν να μείνει για πάντα. Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί θεωρούμε κάποιους που γνωρίζουμε μετά τα 30, φίλους και όχι απλούς γνωστούς; Γιατί οι φιλίες μετά τα 30 είναι πιο ώριμες και κατασταλαγμένες;
Μετά τα 30 είμαστε αρκετά ώριμοι, ώστε να διακρίνουμε τι θέλουμε και ποιοι διαθέτουν ορισμένα χαρακτηριστικά που μας ελκύουν. Έχουμε ζήσει πολλά και μπορούμε να εντοπίσουμε με σχετική ευκολία ποιος μας ταιριάζει και ποιος όχι. Έχουμε γίνει πιο έμπειροι και στο να διαβάζουμε κάποια σημάδια, να καταλαβαίνουμε σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα των ανθρώπων που έχουμε απέναντί μας. Δεν είναι διορατικότητα ούτε διαίσθηση. Σοφία και ωριμότητα είναι, και μάλιστα σε όξυνση. Έχουμε γίνει κι εμείς πιο επιλεκτικοί, πιο απαιτητικοί (με την καλή έννοια) και δεν ανεχόμαστε εύκολα μεσοβέζικες καταστάσεις ή πράγματα που μας ενοχλούν. Έχουμε φτάσει σε σημείο να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί και απλώνουμε ένα δίχτυ ασφαλείας για να προφυλάξουμε τη δική μας ηρεμία και γαλήνη. Εάν, λοιπόν, κάποιος κερδίσει την εμπιστοσύνη μας, πάει να πει ότι κατάφερε να άρει τις σκέψεις και τις επιφυλάξεις μας, και να μπει στη ζωή μας. Ο τρίτος λόγος είναι η ανοχή που πλέον δείχνουμε -ή τουλάχιστον οφείλουμε να δείχνουμε- στη διαφορετικότητα του άλλου. Θα έλεγε κανείς ότι μεγαλώνοντας, μάθαμε ότι πρέπει να δεχόμαστε τον άλλον όπως ακριβώς είναι, χωρίς προσπάθεια ή εμμονή να τον αλλάξουμε και να επέμβουμε στην προσωπικότητά του. Και γι΄ αυτό όταν τον γνωρίσουμε, τον αποδεχόμαστε. Δεν τσακωνόμαστε και δεν τσαντιζόμαστε για παιδιάστικα πράγματα, δεν κρατάμε μούτρα όπως στα 20 μας, δεν μπαίνουμε σε ανούσιες συζητήσεις και δεν σπαταλάμε φαιά ουσία για μικρά ζητήματα.
Η ζωή έχει γίνει τόσο πολύπλοκη που κάποιος θα τολμούσε να τη χαρακτηρίσει δαιδαλώδη. Μέσα σ΄αυτή την πολυπλοκότητα, θέλουμε οι ανθρώπινες σχέσεις να είναι απλές και υποστηρικτικές. Και με τη σοφία που αποκτάμε στο πέρασμα των ετών, στην τέταρτη δεκαετία της ζωής, πολύ πιθανόν να το πετύχουμε.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.