Μια από τις μεγαλύτερες χαρές που προσφέρουμε στον εαυτό μας είναι το δικαίωμα αλλά και η ικανότητα να ονειρευόμαστε. Δύο συνθήκες που αλληλοσυμπληρώνουν η μια την άλλη και πορεύονται παράλληλα. Μπορούμε να ονειρευόμαστε όποτε και όπως θέλουμε, και ταυτόχρονα είναι κάτι που το οφείλουμε στην ίδια μας την ύπαρξη. Μιλώντας για μένα, υπάρχουν στιγμές που νιώθω πως αν σταματήσω να ονειρεύομαι, θα κατακλυστώ από αρνητικά συναισθήματα και θα βυθιστώ σε τέλμα, συναισθηματικό και ψυχολογικό.
Από πολύ μικρή ηλικία καλλιεργούμε αυτή τη μοναδική δεξιότητα. Ακούμε, βλέπουμε και διαβάζουμε παραμύθια με ήρωες φανταστικούς, με υπερδυνάμεις και μαγικές ιδιότητες. Θέλοντας και μη, μεγαλώνοντας πλάθουμε εικόνες με το μυαλό μας. Πριγκίπισσες, παλάτια, εξωτικά μέρη, φανταστικά τοπία, είναι κάποια από αυτά που συνθέτουν τον κόσμο μας ως παιδιά. Όμως, η προσγείωση στην πραγματικότητα είναι κάπως ανώμαλη, θα έλεγα. Σταδιακά συνειδητοποιούμε ότι ο κόσμος που πλάθαμε δεν υπάρχει και μάλλον δεν υπήρξε ποτέ.
Το ελπιδοφόρο, βέβαια, είναι πως μεγαλώνοντας εξακολουθούμε να έχουμε την ακατανίκητη ανάγκη να καταφεύγουμε σε όνειρα (κάποτε θερινής νυκτός) για να νιώθουμε ζωντανοί. Τα όνειρά μας, έχουν, πλέον άλλη, πιο ρεαλιστική, πιο γήινη μορφή. Έχουν να κάνουν με εικόνες και στιγμές της ενήλικης ζωής μας. Ονειρευόμαστε την ιδανική δουλειά, την τέλεια εξόρμηση με φίλους, το σπίτι μας όπου θα περνάμε αξέχαστες στιγμές, τη δουλειά που μας αρέσει με τους συναδέλφους που θα μας κάνουν να νιώθουμε άνετα. Πλάθουμε σενάρια με το μυαλό μας, δημιουργούμε εικόνες και ταξιδεύουμε με τα μάτια και την καρδιά ανοιχτά. Το πιο ρομαντικό όνειρο, για τους πιο πολλούς από εμάς τουλάχιστον, είναι οι σκέψεις που κάνουμε για το ιδανικό ταίρι. Ακόμα δεν έχω καταλάβει γιατί έχουμε τέτοια εμμονή (ας μου επιτραπεί καταχρηστικά και καθ’ υπερβολή ο όρος) με την εύρεση εκείνου του ατόμου που νιώθουμε ότι θα ολοκληρώσει εμάς και την ύπαρξή μας. Ίσως, και τονίζω το ίσως, να ευθύνεται γι’ αυτό η χρόνια εξάσκησή μας σε παραμύθια, όνειρα, κόσμους μαγικούς και μακρινούς.
Η εκπλήρωση ενός ονείρου, σε οποιοδήποτε επίπεδο κι αν γίνει, φέρνει και τα ανάλογα, εύθυμα συναισθήματα. Ικανοποίηση, ενδεχομένως ανακούφιση, κάποτε ενθουσιασμό, σίγουρα χαρά και πολύ συχνά φόβο. Φόβο μη χαλάσει όλο αυτό που ζούμε, όλο αυτό που καταφέραμε να αποκτήσουμε. Αναπόφευκτα, βέβαια, το επόμενο στάδιο είναι η δημιουργία προσδοκιών. Δεν το ελέγχουμε, είναι κάτι αντανακλαστικό και αυθόρμητο, μοιάζει βγαλμένο από το ένστικτό μας. Βάζουμε εμάς ως πρωταγωνιστές, και, όταν καταφέρουμε να μην κυριαρχεί ο φόβος ή η ανασφάλεια, η ιστορία έχει το πιο ευτυχισμένο τέλος.
Και τότε (ή κάποτε) συμβαίνει το απευκταίο, εκείνο το μικρό, άσχημο σκουλήκι της αμφιβολίας στο πίσω μέρος του μυαλού μας θεριεύει και δυστυχώς επιβεβαιώνεται. Τα πράγματα στραβώνουν, οι καταστάσεις δεν ελέγχονται, η ιστορία δεν τσουλάει, το όνειρο τελειώνει νωρίς. Αυτό το νωρίς είναι που μάς καίει. Αυτό το ανεκπλήρωτο, το ανολοκλήρωτο, αυτό που αφήσαμε στη μέση και μάς βασανίζει με ένα τεράστιο και αναπάντητο «αν». Τριβελίζει το μυαλό μας μια σκέψη: γιατί δε μου δόθηκε η ευκαιρία να το ζήσω; Γιατί τέλειωσε πριν καν ξεκινήσει; Τι θα γινόταν αν; Πώς θα ήταν αν; Πώς θα ήμουν αν;
Βασανίζουμε αδιάκοπα τον εαυτό μας με μια σειρά από ερωτήματα χωρίς απάντηση, που μάς φθείρουν συνεχώς. Οφείλουμε, όμως, να σταθούμε και να δώσουμε υπόσταση σ’ αυτό το συναίσθημα. Ίσως, ακουστεί ακραία η χρήση της λέξης «πένθος», αλλά θεωρώ ότι πρόκειται όντως για απώλεια που δικαιολογεί τον θρήνο, ο οποίος προκύπτει ξεκάθαρα από τον πόνο της απώλειας. Μιας απώλειας που εμπεριέχει μια λέξη, μικρή μα με μεγάλη ανησυχία. Το «αν». Νιώθουμε πολύ έντονα την ανάγκη να θρηνήσουμε για όσα δε ζήσαμε. Η συνήθης μορφή του πένθους είναι για όσα ζήσαμε και βιώσαμε. Αλλά, πολύ συχνά ερχόμαστε στο σημείο εκείνο που καλούμαστε ή επιλέγουμε να πενθήσουμε για όσα έφυγαν πριν καν τα βιώσουμε.
Το άδοξο τέλος ενός ονείρου προκαλεί τα ίδια συναισθήματα με το τέλος μιας κατάστασης που τη ζήσαμε και τη βιώσαμε κι εν τέλει μας απογοήτευσε ή μας πρόδωσε. Γι’ αυτό να το αναγνωρίσουμε και να το αντιμετωπίσουμε περνώντας από όλα τα στάδια: αναγνώριση, αποδοχή, κατανόηση, αναζήτηση στήριξης και υποστήριξης. Η διαφορά είναι ότι σε μια συνθήκη πένθους που προκύπτει από απώλεια ως φυσιολογική εξέλιξη, πενθούμε και θρηνούμε, εξωτερικεύουμε τον θρήνο και τη στεναχώρια μας, ενώ σε αυτή την περίπτωση, δεν προλαβαίνουμε να το αποχαιρετήσουμε γιατί δεν το ζήσαμε. Δεν είπαμε αντίο, δεν αποχαιρετήσαμε τα όνειρα και τις προσδοκίες που ναυάγησαν, τις ελπίδες που δεν επιβεβαιώθηκαν. Αυτό το πένθος βιώνεται σε κάθε έκφανση της ζωής μας. Σε μια απόλυση από τη δουλειά που έγινε πολύ νωρίς, σε ένα ειδύλλιο που τερματίστηκε πριν καν αρχίσει, σε μια φιλία που είχε όλα τα φόντα να ευδοκιμήσει αλλά δεν προχώρησε, σε μια κύηση που δεν υπάρχει πια. Λυπούμαστε για όλες αυτές τος καταστάσεις που δεν ολοκληρώθηκαν και για τη διάψευση των προσδοκιών μας. Πέραν από τον πόνο που νιώθουμε, καλούμαστε να επουλώσουμε και αυτή την πληγή. Της ματαίωσης.