Κάθε χωρισμός ή απώλεια είναι ένας μικρός θάνατος. Εμπεριέχει τα ίδια συναισθήματα: άγχος, θρήνο, απογοήτευση, άρνησ, θυμό. Όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά και όχι απαραίτητα όλα. Όταν χωρίζουμε από δεσμό, αποχαιρετάμε μια φιλία ή φεύγουμε από μια δουλειά, βιώνουμε μια σειρά καταστάσεων και ψυχικών μεταπτώσεων μέχρι να νιώσουμε ότι πατάμε στα πόδια μας και το έχουμε αφήσει εντελώς πίσω μας. Θα έλεγα, με επιφύλαξη πάντα, πως πέρα από τον μόνιμο αποχωρισμό, τα πιο έντονα συναισθήματα τα βιώνουμε σε έναν χωρισμό.
Η όλη διαδικασία επούλωσης είναι παρόμοια με αυτή της αποθεραπείας και της ίασης από ένα τραύμα ή μια ασθένεια. Όταν θεραπευόμαστε, χρειαζόμαστε τα κατάλληλα φάρμακα, αλλά κυρίως χρόνο για να το ξεπεράσουμε. Τα φάρμακα που απαιτούνται ποικίλλουν, ανάλογα με την περίσταση και, φυσικά, τους ανθρώπους. Έτσι συμβαίνει και σε έναν χωρισμό. Η συνταγή δεν είναι μία. Κάποιος χρειάζεται διακοπές, κάποιος ένα καινούργιο χόμπι, κάποιος άλλος ένα καινούργιο αμόρε και, ίσως λιγότεροι, μια μετακόμιση και μια αλλαγή περιβάλλοντος.
Σε όλη αυτή την πορεία, το ζητούμενο είναι να σταματήσουμε να πονάμε. Να μη νιώθουμε πόνο ή, αν νιώθουμε, να είναι ελεγχόμενος. Τι γίνεται, όμως, όταν δε θέλουμε να θεραπευτούμε, όταν δε θέλουμε να σταματήσουμε να πονάμε; Γινόμαστε ανεκτικοί στον πόνο; Είμαστε μαζοχιστές; Αδυνατούμε να το παλέψουμε; Τι από όλα συμβαίνει και είμαστε (ή θέλουμε να είμαστε) καθηλωμένοι σε μια κατάσταση από την οποία, υπό κανονικές συνθήκες, θα έπρεπε να θέλουμε να αποδράσουμε;
Στην περίπτωση της αρρώστιας, η ίαση είναι το ιδεατό, το ευκταίο, εκείνο που θα μας επαναφέρει στην προτέρα κατάσταση της ευρωστίας και της υγείας. Στην περίπτωση του χωρισμού, όμως, η ίαση ισοδυναμεί με οριστική αποκοπή από όσα αγαπήσαμε, συνδεθήκαμε, μοιραστήκαμε. Ουσιαστικά, είναι η αποκοπή από το ίδιο μας το παρελθόν και, κατ’ επέκταση, από τον ίδιο μας τον εαυτό. Από αυτό, δε θέλουμε να θεραπευτούμε. Κι αυτό, γιατί θέλουμε να κρατήσουμε όσο το δυνατόν πιο ακέραιη την ανάμνηση. Θέλουμε να νιώθουμε -ίσως και ενδόμυχα ελπίζουμε ότι θα επιστρέψει σε μας- ότι δεν είναι αμετάκλητο το τέλος. Επιτρέπουμε στα συναισθήματά μας να μας κρατάνε αιχμαλώτους. Αντιστεκόμαστε σθεναρά στην προσπάθεια να απαλλαγούμε από το επίπονο εκείνο συναίσθημα που μας έκανε τις πρώτες μέρες να βουλιάζουμε στην απόγνωση και τη μελαγχολία.
Είναι, εν τέλει, ο πόνος εκείνος που μας δένει με τα παλιά. Ή όπως λέει και ο Μίλτος (Πασχαλίδης), «ό,τι μας δένει στα παλιά είναι οι (κακές) συνήθειες». Ο καθημερινός καφές που πίναμε μαζί, οι κοινές διακοπές, εκείνο το φθαρμένο αρκουδάκι που μας είχε χαρίσει, το σουβλατζίδικο της γειτονιάς που είχε γίνει το στέκι μας, η playlist με όλα τα τραγούδια που ακούγαμε παρέα με ένα ποτήρι κρασί, οι φωτογραφίες από εκείνο το καλοκαίρι στην Ικαρία που χορεύαμε ξυπόλητοι στην παραλία. Όλα αυτά κι άλλα τόσα.
Δε θα πω το κλισέ, σίγουρα χιλιοειπωμένο, «μην κοιτάς πίσω, κοίτα μόνο μπροστά, να είσαι δυνατ@, θα βρεις ξανά την ευτυχία». Για μένα, σημασία έχει το συναίσθημα. Ας μην το αρνιόμαστε· η καταπίεσή του μπορεί να αποβεί πολύ ψυχοφθόρα, μια μάχη ίσως άνιση. Το οφείλουμε στον εαυτό μας, τον προηγούμενο και τον τωρινό, να του επιτρέψουμε να υπάρχει. Και πρέπει να κάνουμε βίωμα ένα σημαντικό αξίωμα: δε συνιστά θάρρος και τόλμη μόνο το να απαλλαγούμε από το συναίσθημα εδώ και τώρα, αμέσως. Θάρρος είναι και η αγάπη στα τραύματα, στις πληγές που κουβαλάμε, με τις οποίες μαθαίνουμε σιγά σιγά να ζούμε, γιατί αυτές είναι οι νέες συνθήκες της ζωής μας.
Τα τραύματά μας είναι το τίμημα που πληρώνουμε για όσα ζήσαμε. Το παράσημό μας από την ίδια τη ζωή. Και όταν παραδεχθούμε ότι τραυματιστήκαμε, χτυπήσαμε, πονέσαμε, θα έρθει και η ίαση. Η οποία, όμως, μπορεί να είναι πιο επώδυνη από το ίδιο το τραύμα. Μπορεί να πονάει αφάνταστα πολύ. Ακριβώς διότι μαζί της έρχεται και ο οριστικός αποχωρισμός όσων ζήσαμε. Και θα πάρει χρόνο. Άλλωστε, δε χρειάζεται βιασύνη, και σίγουρα δε χωρά η απογοήτευση με το πρώτο πισωγύρισμα. Ανθρώπινη ανάγκη είναι, χαρακτηριστικό του ανθρώπου, σύμφυτο της ίδιας της υπόστασής μας. Και κατά μία έννοια, τραγικά πανέμορφο.