Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα
που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Όχι
να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος τό ‘χει
έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το πέρα
πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησί του.
Ο αρνηθείς δεν μετανοιώνει. Aν ρωτιούνταν πάλι,
όχι θα ξαναέλεγε. Κι όμως τον καταβάλλει
εκείνο τ’ όχι — το σωστό — εις όλην την ζωή του.
Ο μεγάλος Αλεξανδρινός ποιητής τα είπε όλα σε λίγους μόνο στίχους. Όχι, δε θα κάνουμε ανάλυση του ποιήματος ούτε θα ψάξουμε κρυμμένα νοήματα πίσω από τους στίχους. Θα μιλήσουμε για απλές καθημερινές καταστάσεις, ανθρώπινες και ρεαλιστικές.
Ας ξεκινήσουμε με μια διαπίστωση, ίσως οδυνηρή. Σε κάποια στιγμή της ζωής μας, ερχόμαστε αντιμέτωποι με ένα δίλημμα και μια απόφαση καθοριστική για το υπόλοιπο του βίου μας. Είναι ένα κομβικό σημείο, μια στιγμή εξαιρετικά σημαντική, κάτι το οποίο όμως, ενδεχομένως, δεν αντιλαμβανόμαστε τη δεδομένη στιγμή. Είναι μια απόφαση που θα ορίσει και τη μετέπειτα πορεία μας. Το ναι, συνιστά συμβιβασμό, υποταγή και σύμπλευση με τους κρατούντες κανόνες ενώ το όχι, άρνηση, σθεναρή και συνειδητή. Το ναι συνεπάγεται καταπάτηση των αρχών και των ιδανικών μας, καταστρατήγηση των βασικών αρχών της προσωπικότητάς μας. Το όχι, από την άλλη ενέχει κάτι το ηρωικό, το αντιστασιακό θα τολμήσω να πω. Διότι, εκείνος που το λέει, παραμένει πιστός σε όσα πιστεύει και είναι διατεθειμένος να πει ξανά το όχι, αν και πληρώνει το τίμημα αυτής της επιλογής.
Αυτό το ποίημα, ο ύμνος στο όχι και τον προσωπικό ηρωισμό, βρίσκει καθημερινή εφαρμογή και στις ζωές μας. Αν θεωρήσουμε ότι όντως υπάρχει εκείνη η στιγμή στη ζωή μας που είναι καθοριστικής σημασίας, η απάντησή μας είναι αυτή που θα κάνει τη διαφορά. Η διάθεσή μας να συμβιβαστούμε με κάτι με το οποίο διαφωνούμε ή η πρόθεσή μας να αντισταθούμε σε ό,τι μας κρατά φυλακισμένους. Γιατί, στην ουσία εκείνο που μας κρατά δέσμιους, είναι ο ίδιος μας ο εαυτός. Που δεν τολμά να απαγκιστρωθεί από τα δεσμά του, να ελευθερωθεί και να ζήσει όπως εκείνος επιθυμεί.
Υποτασσόμαστε σε κοινωνικές νόρμες, σε κανόνες και πρέπει που επιβάλλει η κοινωνία, κυρίως διότι έτσι μας έμαθαν. Μιλώντας για τη γενιά μου, είμαστε ενοχικοί, φορτωθήκαμε τύψεις και ενοχές για κάτι που δεν κάναμε, υπό τον φόβο του τι θα πει η κοινωνία. Μάθαμε να μη διεκδικούμε, να μη λέμε τα θέλω μας, να ακολουθούμε το ρεύμα και τη φορά. Από κοινωνικής άποψης θα είχε ενδιαφέρον να αναζητηθούν οι λόγοι για τους οποίους μάς μεγάλωσαν έτσι, αν και εγώ καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η έλλειψη ερεθισμάτων, ευκαιριών και συναναστροφών ευθύνονται για όσα μάς μετέδωσαν οι γονείς αλλά και το ευρύτερο περιβάλλον μας. Και εμείς καταπιέσαμε, όσα νιώθαμε και όσα θα θέλαμε να είμαστε, να γίνουμε, να πούμε. Καταπιέσαμε τις επιθυμίες μας σε επαγγελματικό, κοινωνικό, ερωτικό επίπεδο. Είπαμε ναι, σκύψαμε το κεφάλι για να χαρακτηριστούμε «καλά παιδιά», φρόνιμα, υπάκουα, που έκαναν τους γονείς τους περήφανους. Γίναμε κάποιοι άλλοι. Χάσαμε τον εαυτό μας στην πορεία.
Πόσο διαφορετική θα ήταν η πορεία της ζωής μας αν είχαμε το σθένος και τη δύναμη να πούμε όχι και να χαράξουμε τη δική μας πορεία, ανεξάρτητη και αποκομμένη από δεσμά, νουθεσίες και κανόνες. Πόσο πιο ελεύθεροι θα νιώθαμε; Πόσο πιο ευτυχισμένοι θα ήμαστε αν είχαμε την τόλμη να σηκώσουμε ανάστημα και να διεκδικήσουμε όσα θέλουμε; Θα είχαμε, ίσως, εκείνη την άγνωστη αίσθηση, ότι είμαστε σε θέση να κυνηγήσουμε το άπιαστο, αφού το οραματιστούμε. Διότι ο άνθρωπος είναι φύσει ονειροπόλο ον και το οφείλει στον εαυτό του να τα κυνηγά. Είτε αυτά είναι δύσκολα είτε εύκολα επιτεύξιμα.
Η διατήρηση της αξιοπρέπειας και της προσωπικής μας ταυτότητας πρωτίστως υπαγορεύει να είμαστε σταθεροί στις απόψεις μας. Να είμαστε επιλεκτικοί, να κάνουμε εκείνα που μας αρέσουν και μας ευχαριστούν, που μας καθιστούν μοναδικούς ως προσωπικότητες. Δε γινόμαστε, ακόμα κι αν χαρακτηριστούμε έτσι, ιδιόρρυθμοι. Τουναντίον, ακούμε εκείνη τη φωνή που έρχεται από βαθιά μέσα μας και σεβόμαστε τις επιθυμίες μας. Χαράσσουμε τον δικό μας δρόμο κι ερχόμαστε σε ρήξη με τις απαιτήσεις και τις αξιώσεις τρίτων.
Το όχι χρειάζεται μεγάλη ψυχική δύναμη, αντοχές, ανθεκτικότητα, αποφασιστικότητα και επιμονή διότι, δυστυχώς, η κοινωνία δύσκολα συγχωρεί όσους συνειδητά δε «συμμορφώνονται» και δεν ακολουθούν τους κανόνες της. Απαιτεί κουράγιο, πολύ, γιατί θα βιώσουν ως επακόλουθο απόρριψη, ειρωνεία, μομφή, περιθωριοποίηση, στιγματισμό. Αλλά, και το τονίζω εμφαντικά, το όχι πρέπει να είναι η μόνη μας επιλογή, όταν κα εφόσον αυτό μας εκφράζει. Ψευτοδιλήμματα που προέρχονται από τον φόβο τι θα πει η κοινωνία, πώς θα αντιδράσει, τι θα σκεφτεί, δεν έχουν χώρο. Οφείλουμε να συμβαδίζουμε με τις πεποιθήσεις μας και να τολμούμε να πάμε κόντρα σε ό,τι μας περιορίζει σε βαθμό κακουργηματικό.
Η ηθική της κοινωνίας, εκείνη που δημιουργήθηκε από ανθρώπους για να στοχοποιεί ανθρώπους, δεν αξίζει και δεν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη. Το ξέρω ότι για κάτι τέτοιο απαιτείται θάρρος και δύναμη αλλά το οφείλουμε στον εαυτό μας. Πρωτίστως και μόνον.