Το πρώτο μου ταξίδι εκτός Ελλάδος ήταν στη Βαρκελώνη. Ονειρεμένη πόλη, μαγική ατμόσφαιρα, ένα μέρος όπου θα μπορούσα άνετα να ζήσω. Όχι απλώς άνετα· υπό προϋποθέσεις, θα το προτιμούσα. Πήγα εκεί με τρεις φίλες, όλες single and ready to mingle, αποφασισμένες να ζήσουμε την πόλη στο αποκορύφωμά της. Το πρώτο βράδυ στην πόλη, εντυπωσιασμένες από την ατμόσφαιρα και την ομορφιά της, δοκιμάσαμε μια μεγάλη απογοήτευση. Ματαίωση, καλύτερα. Δε βρίσκαμε περίπτερο. Για τσιγάρα. Για νερό. Για ό,τι θες. Δε βρίσκαμε και δε βρήκαμε. Καμιά νύχτα. Και αυτό το διαπίστωσα και σε άλλες μεγάλες, πόσω μάλλον μικρές, ευρωπαϊκές πόλεις στις οποίες ταξίδεψα αργότερα. Επίσης, διαπίστωσα ότι τα περίπτερα είναι καθαρά ελληνική υπόθεση, πατέντα και, αναμφίβολα, πλεονέκτημα.
Τα φοιτητικά μου χρόνια τα πέρασα στην Αθήνα, προ κρίσης, όταν ήταν όλα και πάντα ανοιχτά και η πόλη δεν κοιμόταν ποτέ. Κυριολεκτικά, ποτέ. Με τη συγκάτοικό μου, αιώνια αγαπημένη φίλη, είχαμε τη δική μας ιεροτελεστία. Σε περιόδους εξεταστικής έπρεπε να πάρουμε την απαραίτητη δόση ενέργειας και ζάχαρης από τις σοκολάτες –σοκοφρέτες πιο σωστά– που τρώγαμε καθημερινά. Και, κάπως έτσι, μπήκε στη ζωή μας ο περιπτεράς της γειτονιάς μας, που έγινε σταδιακά περιπτεράς της καρδιάς μας. Ακριβώς κάτω από το σπίτι μας, μάς έβλεπε συνήθως με πιτζάμες, ρόμπες, ρούχα παλιά και λερωμένα και μάς έδινε με χαμόγελο και χιούμορ τις απαραίτητες προμήθειες. Έμαθε τη μάρκα των τσιγάρων μας, τις αγαπημένες μας σοκολάτες, το ότι εγώ έπινα σόδα καθημερινά, κάθε Δευτέρα αγόραζα μια αθλητική εφημερίδα, και κάθε αρχή του μήνα περίμενα με αγωνία το Cosmopolitan (τι ωραίες εποχές που ήταν…). Καταλάβαινε πότε τραβούσαμε ζόρια, πότε ζοριζόμασταν, πότε ήμασταν καλά.
Η πιο χαρακτηριστική σκηνή από τη φοιτητική μου γειτονιά είναι το περίπτερό μου να γίνεται χώρος κοινωνικής συναναστροφής των κατοίκων. Εφημερίδες κρεμασμένες και κάποιοι να σπρώχνονται για λαθρανάγνωση, γυναίκες να κοντοστέκονται και να μιλούν για το φαγητό του μεσημεριού και συζητήσεις επί ποδός για την επικαιρότητα, τα κόμματα, την ακρίβεια, τη νέα σχέση του Χ παρουσιαστή. Σε μια εποχή που η διάδραση ήταν όντως διάδραση και η επικοινωνία όντως επικοινωνία, τα περίπτερα προσέφεραν τη δυνατότητα συνεύρεσης και ανταλλαγής απόψεων.
Ο «θεσμός» του περιπτέρου (ας μου επιτραπεί καταχρηστικά ως υπερβολή η χρήση της λέξης) μετράει πολλά χρόνια στην Ελλάδα και είναι συνυφασμένος με την ιστορία του σύγχρονου Έλληνα. Εκεί πωλούσαν αρχικά καπνά, εφημερίδες και περιοδικά και εξελικτικά έφτασαν να είναι ένα είδος μικρού «παντοπωλείου» με πληθώρα προϊόντων, που σε έκανε να αναρωτιέσαι: καλά, πού χωράνε τόσα πράγματα σε τόσο λίγο χώρο; Εκτός από τα φανερά και αναμενόμενα προϊόντα (αναψυκτικά, παγωτά, Τύπο, ποτά, τσίχλες, πατατάκια και τα συναφή), έβρισκες στυλό, φακέλους, γραμματόσημα, ακόμα και ταξιδιωτικά είδη όπως καπέλα, τσάντες, μπλούζες. Με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα το περίπτερο στην Πανεπιστημίου. Ακόμα με θυμάμαι να περνώ από κει και να βλέπω τουρίστες να αγοράζουν τη – made in Greece/come to Greece για να μ’ ερωτευτείς – μπλούζα τους και να απορώ με τον τζίρο αλλά και την εφευρετικότητα των ιδιοκτητών τους. Που, ομολογουμένως, ήταν μια κερδοφόρα επιχείρηση.
Ήταν όμως και μια προσωπική επιχείρηση, τουλάχιστον σε περιοχές-γειτονιές, μακριά από το κέντρο. Όσοι ζούσαμε εκεί, είχαμε αποκτήσει μια ιδιαίτερη σχέση με τον «περιπτερά» μας. Τον επισκεπτόμασταν τις πιο παράξενες ώρες, όταν μας τέλειωναν οι προμήθειες σε ένα πάρτι, μια σύναξη, μια σουαρέ. Όταν τρέχαμε το πρωί να προλάβουμε το λεωφορείο και μας είχε έτοιμα τα εισιτήριά μας για να μην αργούμε. Όταν θα βγαίναμε το βράδυ και σταματούσαμε για τον απαραίτητο ανεφοδιασμό. Όταν αγοράζαμε τηλεκάρτα για να πάρουμε τηλέφωνο το αμόρε που έμενε χιλιόμετρα μακριά (ναι, δεν είχαμε ούτε κινητό και δε θέλαμε να μας ακούσει κανένας στο σπίτι) και μας χαμογελούσε με κατανόηση. Όταν έβρεχε πολύ ή έκανε κρύο και το σούπερ (μάρκετ, όχι Paradise) ήταν μακριά αλλά θέλαμε γάλα και μπισκότα για να βγει το διάβασμα.
Όλες αυτές οι στιγμές, και ακόμα τόσες κι ακόμα τόσες, είχαν φόντο τον περιπτερά μας. Ο δικός μας ήταν ο Γιάννης. Κυρίως. Γιατί δούλευαν και με βάρδιες, καθότι 24ωρη δουλειά. Από κάποιο σημείο και μετά έγινε ο Γιάννης μας. Που τον καλούσαμε και στα πάρτι μας. Κι όταν έφυγε, ήρθε ο κύριος Κώστας. Και μάθαμε την ιστορία του και μας νοιαζόταν πραγματικά. «Δυο κορίτσια μόνα τους, να προσέχετε», έλεγε.
Μια από τις αγαπημένες μας συνήθειες, ως παρέα, ήταν η μεταμεσονύχτια (πρωινή θα την ονόμαζε κάποιος κυνικός) επίσκεψη σε γνωστό περίπτερο του Κολωνακίου το Σάββατο το βράδυ (προς Κυριακή πρωί) για να προμηθευτούμε Κυριακάτικες εφημερίδες, να αράξουμε σε καφέ της περιοχής και να σχολιάζουμε όσα διαβάζαμε με μια διάθεση κουτσομπολιού και σχολιασμού (πριν τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, πριν το διαδίκτυο και τα έξυπνα κινητά). Εκείνο το περίπτερο, για μας, συμβόλιζε όλη την ανεμελιά της φοιτητικής μας ζωής και του συνεκτικού δεσμού της παρέας μας.
Μακράν, η πιο νοσταλγική χρήση και χρησιμότητα του περιπτέρου ήταν το σταθερό τηλέφωνο που δεν υπήρχε στα σπίτια, δεκαετίες 50, 60 και 70. Και ο ελληνικός κινηματογράφος της εποχής απέδωσε με ακρίβεια το γλυκό συναίσθημα της προσμονής ενός τηλεφωνήματος πάνω από τον πάγκο του περιπτέρου, τη βιασύνη να πεις όσα θέλεις πριν τελειώσουν τα κέρματα, τη χαμηλή φωνή όταν μιλούσες με ΤΟ πρόσωπο αλλά δεν ήθελες να σε ακούσουν, τις δικαιολογίες που έβρισκες για να φύγεις από το σπίτι προκειμένου να κάνεις ή να πάρεις εκείνο το τηλεφώνημα που θα σε οδηγούσε στο πολυπόθητο ραντεβού. Στα περίπτερα, στον δρόμο, στο πεζοδρόμιο, σ’ εκείνες τις μικρές κατασκευές, ο κόσμος φλέρταρε, ερωτευόταν, γνώριζε φίλους, έβρισκε γνωστούς, έκανε κουβέντα με άλλα άτομα, κοινωνικοποιούνταν, συζητούσε, ζούσε.
Σοκαρίστηκα πραγματικά όταν διάβασα ότι σταδιακά ο θεσμός φθίνει. Και λόγω του νομοσχεδίου που απαγορεύει μεταπώληση της άδειας, και λόγω της εισβολής της τεχνολογίας στη ζωή μας (και της μείωσης των πωλήσεων των εφημερίδων), και λόγω της δυνατότητας διαδικτυακών αγορών για τα χρειώδη. Λογικό είναι να μειωθεί ο τζίρος και τα έσοδά τους. Στεναχωρήθηκα πραγματικά για το τέλος μιας εποχής. Τόσο όμορφης, τόσο διαφορετικής, με τόσες εικόνες και συναισθήματα. Δεν ξέρω, αλήθεια, αν οι επόμενες γενιές θα είναι σε θέση να βιώσουν αυτό το φαινόμενο, αλλά εύχομαι πραγματικά το επάγγελμα που ενέπνευσε τους δημιουργούς των τραγουδιών του Στράτου Διονυσίου («Ένα λεπτό περιπτερά») και Κώστα Μπίγαλη («Η κόρη του περιπτερά») να συνεχίσει να υπάρχει με εκείνον τον όμορφο, παραδοσιακό τρόπο.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου