Αλήθεια, πόσοι ταυτιζόμαστε με τον στίχο του Ελύτη; Πόσοι θυμόμαστε αποτυχημένους έρωτες, απογοητεύσεις, προδοσίες, χαμένες φιλίες, αργά το βράδυ; Ίσως είναι η ανατριχιαστική ησυχία εκείνης της ώρας που μάς δελεάζει, ίσως είναι η εθιστική απραξία ή απλώς η αδυναμία του μυαλού να ασχοληθεί με οτιδήποτε άλλο. Πιθανόν, συνδυασμός και των τριών.
Οι μεταμεσονύχτιες ώρες προσφέρονται για απολογισμό. Συνοδεύονται συνήθως με απαλή, ταξιδιάρικη μουσική, ένα ποτήρι κόκκινο κρασί κι ένα ερέθισμα. Ένα ερέθισμα που θα ανασύρει από τη μνήμη καταχωνιασμένες στιγμές μιας περασμένης, αξέχαστης εποχής. Μπορεί να είναι μια ταινία, ένα ηλιοβασίλεμα, ένα τραγούδι, μια μυρωδιά, μια φωτογραφία. Τελικά, ναι, είναι εκείνη η φωτογραφία απέναντί σου, που σου φαίνεται σαν να τραβήχτηκε αιώνες πριν, ενώ ήταν μόνο κάτι μήνες.
Και σ’ εκείνη τη φωτογραφία χαμογελάς, χωρίς σκιά στο βλέμμα, με ανέφελο χαμόγελο και πραγματική ευτυχία. Πού πήγε τόση χαρά, τόση πηγαία χαρά και ευτυχία; Θυμάσαι και λεπτομέρειες από εκείνο το βράδυ. Φορούσες τα καλά σου, τα τυχερά σου, το πρόσωπό σου ήταν αψεγάδιαστο, η διάθεσή σου απογειωμένη. Αγκάλιασες τον άνθρωπο πλάι σου και ήσουν έτοιμος να σκάσεις ένα φιλί στο μάγουλο όταν τραβήχτηκε αυτή η απόλυτα αυθόρμητη φωτογραφία. Όλα τα θυμάσαι. Το τραγούδι που ακούγατε, το ποτό που έπινες, τον ασήμαντο καβγά για την εκδρομή την επόμενη μέρα. Όλα.
Τις νύχτες δεν τις ξεγελάς, άλλωστε, θυμούνται όσα κάνεις πως ξέχασες. Τυχαία το έμαθες. Κάτι που μιλούσε χαμηλόφωνα στα τηλεφωνήματα, κάτι που οι έξοδοι αραίωσαν, κάτι που ξεκίνησε να απομακρύνεται, ρώτησες, επέμεινες, ξαναρώτησες, κατάντησες φορτικός, μα έμαθες. Με τον σκληρό, τον πολύ σκληρό τρόπο, εκείνον που σού στερεί ανθρώπου, στιγμές, ομορφιά από τη ζωή σου.
Η κραυγή που έβγαλες εκείνο το βράδυ, ήταν λυτρωτική. Σε άφησε κουρασμένο, σχεδόν αποκαμωμένο στον καναπέ σου, να κοιτάζεις εκείνη τη φωτογραφία. Ορκίστηκες πως θα τη σκίσεις, θα την πετάξεις, να μην τη βλέπεις, να μη θυμάσαι. Δεν το έκανες. Και περνούσαν οι μέρες, η πληγή δεν έκλεινε μα εσύ ξεχνούσες. Ξεχνούσες, τα φιλιά τις αγκαλιές, τις εκδρομές, τα αστεία. Μα ξεχνούσες όντως; Ή απλώς το έσπρωχνες παραπέρα;
Τις νύχτες δεν τις ξεγελάς, άλλωστε, θυμούνται όσα κάνεις πως ξέχασες. Ένα βράδυ -που δεν έβρεχε μονότονα όπως λέει και το λαϊκό άσμα- που έβρεχε στην ψυχή σου, τα θυμήθηκες όλα. Ανακάλεσες στιγμές του παρελθόντος, γεγονότα που έζησες, βλέμματα, αγγίγματα, χαμόγελα, φιλιά. Αμφιταλαντεύεσαι ανάμεσα στη μεγάλη σου επιθυμία να σηκώσεις το τηλέφωνο και να στείλεις το μήνυμα για να πεις όλα όσα νιώθεις, (και τον ασίγαστο πόθο και τη μεγάλη πικρία) και στην ανάγκη, την αδήριτη και την επιτακτική ανάγκη να προστατεύσεις τον εαυτό σου, να τα θάψεις όλα για ακόμα ένα βράδυ, για ακόμα μια φορά βαθιά μέσα σου. Παλεύει το είναι σου, κοιτάς τον καθρέφτη και κάνεις διάλογο με τον εαυτό σου, τού θυμίζεις και σού θυμίζει.
Και τον νικάς. Νικάς την επιθυμία, την πρώτη, την αρχέγονη, την ενστικτώδη κι επιβάλλεσαι στον αυθόρμητο και παρορμητικό εαυτό σου. Και χωρίς να το καταλάβεις, έχει πάει τρεις το πρωί, η νύχτα είναι πεπερασμένη και το ποτήρι κρασιού άδειο ξανά. Πριν το καταλάβεις, το γεμίζεις.
Τις νύχτες δεν τις ξεγελάς, θυμούνται όσα κάνεις πως ξέχασες. Δεν τις ξεγελάμε, δε θα τις ξεγελάσουμε ποτέ. Προσποιούμαστε, κάνουμε πως ξεχάσαμε, κάνουμε πως δε θυμόμαστε. Εκείνες εκεί, να μας ενοχλούν και να μας δελεάζουν. Δέλεαρ είναι. Θελκτικό κι ελκυστικό. Σχεδόν μεθυστικό, όπως το κόκκινο κρασί που είναι έχει χυθεί άτακτα στο τραπεζάκι την ώρα που σε πήρε ο ύπνος εξουθενωμένο από τις σκέψεις και τις θύμησες.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου