Περί διαφορετικότητας οι απόψεις διίστανται. Σαφώς κι είναι έννοια υπαρκτή και σχετικά αντικειμενική, που όμως ποικίλλει γύρω μας, είτε αφορά τη γλώσσα, είτε τη θρησκεία και την εθνικότητα είτε πρόκειται απλά για ασυμβατότητα σε ιδεολογία, κουλτούρα και νοοτροπία ζωής.
Αυτό το τελευταίο μπορεί να σημαίνει και ξυπνάω χάραμα αλλά κοιμάμαι στις 8 το βράδυ ενώ ο άλλος είναι νυχτοπούλι ή γουστάρω να μελετώ απ’ το να βγαίνω για ποτό ενώ ο άλλος είναι δηλωμένο πάρτι άνιμαλ. Ο καθένας τη διαφορά την εκλαμβάνει και την ορίζει αλλιώς και, μάλιστα, εκεί που για κάποιους υπάρχει χάσμα διαφορών, για άλλους υπάρχει μια απειροελάχιστη και διαχειρίσιμη διαφοροποίηση.
Τι γίνεται, όμως, όταν απευθυνόμαστε σε ένα ζευγάρι με κοινώς αποδεκτές βασικές διαφορές, όπως αυτές της θρησκείας ή της γλώσσας; Μπορούν να συνυπάρξουν άνθρωποι προερχόμενοι από τελείως αλλιώτικα κοινωνικά κι ιδεολογικά πλαίσια;
Ξεκινώντας απ’ τη διαφορά στη γλώσσα, συνήθως τα ζευγάρια, πέρα απ’ τον προσωπικό κώδικα που αναπτύσσουν και σαφώς τη γλώσσα του σώματος (η οποία συχνά λέει περισσότερα κι ουσιαστικότερα απ’ όσα εκφράζουμε με ξερές λέξεις), καταφέρνουν και συνεννοούνται σε πρώτη φάση στα Αγγλικά, αφού είναι “lingua franca” και μετέπειτα συνυπάρχοντας μαθαίνουν ο ένας τη μητρική γλώσσα του άλλου, μέσα από πολλά αστεία και παράδοξα κοινά βιώματα. Έτσι, πετυχαίνουν να γεφυρώσουν τη συγκεκριμένη διαφορά κι εισχωρούν πολιτιστικά σε έναν άλλο λαό.
Το ίδιο συμβαίνει και με την ανταλλαγή συνηθειών σε θέματα που προκύπτουν είτε λόγω διαφορετικής εθνικότητας είτε απλά λόγω αντιθετικών χαρακτήρων. Αυτές οι διαφορές μπορεί να αφορούν το φαγητό (κάποιοι έχουν μάθει σε γεύσεις πιο πικάντικες, άλλοι σε πιο μεσογειακές κι άλλοι σε αυστηρά παραδοσιακές), τα ωράρια ή τους κανόνες καθαριότητας -παράδειγμα, τα παπούτσια που κάποιοι τα βγάζουν και τα αφήνουν στην εξώπορτα ενώ άλλοι έχουν μάθει να τα φοράνε κανονικά μες στο σπίτι. Όλα αυτά μαζί με μια αντιθετική ιδεολογία σε πιο κρίσιμα θέματα, πιθανόν να δημιουργήσουν προβλήματα ή εμπόδια στην αρχή μιας σχέσης. Μέχρι τουλάχιστον να μπορέσουν να ρυθμίσουν τις διαφορετικές συνθήκες της ζωής τους και να προσαρμοστούν αρμονικά παρά τις διαφορές τους. Αυτή η αρμονία εξαρτάται πάντα απ’ το τι ζητάει ο καθένας απ’ τον εαυτό του και τη σχέση του, πώς οραματίζεται το κοινό μέλλον τους παρά τις διαφορές νοοτροπίας και πόσο αντιλαμβάνεται τη διαφορά σαν πρόκληση κι όχι σαν δυσκολία.
Η πιο βασική (μάλλον γι’ αυτό και τελευταία αναφερόμενη) διαφορά και δυσκολία συνύπαρξης έγκειται στην ανομοιότητα των θρησκευτικών «πιστεύω». Αν ο ένας εκ των δύο συντρόφων προέρχεται από ένα θρησκόληπτο κι αυστηρά ταγμένο περιβάλλον, τότε μιλάμε για νηστεία, προσευχή σε καθορισμένες ώρες, αποχή απ’ το σεξ και για κάποιους πιο σκληροπυρηνικούς θεωρείται αμαρτία ακόμα κι η σεξουαλική επαφή πριν τον γάμο. Είναι σεβαστά όλα αυτά. Η πίστη είναι μια υπόθεση καθαρά προσωπική, καθώς κι ο τρόπος που εκφράζεται.
Κι είναι άξιοι θαυμασμού όσοι καταφέρνουν να πιστεύουν σε κάτι ανώτερο που δεν μπορούν να δουν ή να αγγίξουν. Άξιοι θαυμασμού όσοι αγκαλιάζουν την εγκράτεια για μια ιδέα τους. Υπάρχουν όμως κι εκείνοι που επέλεξαν να μην πιστεύουν πουθενά ή να πιστεύουν ελεύθερα στον δικό τους θεό, χωρίς όρους κι όρια. Και κανείς δεν μπορεί να πιέσει ή να κλονίσει τα πιστεύω κάποιου, όπως κανείς δεν μπορεί να εκβιάσει την ελευθερία στο πνεύμα κάποιου άλλου. Κι αν η σεξουαλική επαφή δηλητηριάζεται δημιουργώντας τύψεις σε ‘κείνον που ο θεός του την βαφτίζει μιαρή, πόση υπομονή μπορεί να κάνει ο άλλος; Χρειάζονται όρια κι ισορροπίες κι απαιτούνται πραγματική αγάπη κι επιμονή για να αντέξει μια τέτοια συνύπαρξη.
Ο φόβος για το διαφορετικό ίσως και να ‘ναι υποσυνείδητος, το να σεβόμαστε και να αποδεχόμαστε τη διαφορετικότητα όμως είναι κάτι που διδάσκεται και ξεκινάει απ’ το σπίτι μας. Όλα αρχίζουν απ’ την οικογένεια κι εξελίσσονται μέσω της εκπαιδευτικής διαδικασίας στα σχολεία. Δεν είναι εύκολο, όταν υπάρχει συναίσθημα όμως μοιάζει. Οι βασικές διαφορές, ναι, προκαλούν δυσκολίες σε ένα ζευγάρι, όταν κανένας απ’ τους δυο δεν επιθυμεί να κάνει ένα βήμα πίσω για να ‘ρθει ένα βήμα πιο κοντά στον άλλον. Αρκεί να δώσει την ευκαιρία στον εαυτό του να δει πως οι διαφορές δε θα έπρεπε να μας χωρίζουν, αλλά να μας ενώνουν.
Οι σύντροφοι οφείλουν να υποχωρούν και να διδάσκουν ο ένας στον άλλο τις διαφορές τους, ειδικά όταν θέλουν πολύ να συνεχίσουν μαζί. Στην περίπτωση μάλιστα που αποκτήσουν κι ένα παιδί και καταφέρουν να μη ζουν με τις παρωπίδες που τους επέβαλλαν άλλοι, μπορεί να αφήσουν το παιδί τους να διαλέξει ποιο θρήσκευμα θα ακολουθήσει, ποια γλώσσα προτιμά και ποιες συνήθειες επιθυμεί να κρατήσει από όσα του έμαθαν οι δυο «διαφορετικοί» γονείς του, οι οποίοι παρά τις διαφορές, κατάφεραν να φέρουν έναν νέο άνθρωπο στον κόσμο, ένα ακόμη λιθαράκι στην κοινωνία. Μαζί, ενωμένοι.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη