Το «θεαθήναι». Μια λέξη που ανέκαθεν μου έβγαζε κάτι δυνατό και συνάμα σκληρό στο άκουσμά της, χωρίς να μπορώ να το εξηγήσω. Σαν ένα χαστούκι που τρως και δεν ξέρεις το «γιατί». Με την προέλευσή της απ’ την αρχαία ελληνική γλώσσα, η λέξη αυτή συγκεκριμένα αποτελεί απαρέμφατο παθητικού αορίστου του ρήματος «θεάομαι-ῶμαι]». Στη νέα ελληνική δηλώνει πράξεις άνευ ουσίας, που κάνουμε μόνο για τα μάτια του κόσμου. Για να μας δει ο διπλανός, δηλαδή. Για να (μη) σχολιαστούμε απ’ τον απέναντι στην καφετέρια που καθόμαστε. Για να μπούμε στο μάτι του πρώην και να δείξουμε πόσο καλύτερα τα ‘χουμε καταφέρει μετά το τέλος μιας σχέσης. Μόνο για να αναδειχθούμε όμως.
Για να φανούμε. Να επισημάνουμε ότι υπάρχουμε. Ή μήπως να πείσουμε ότι όντως ζούμε; Και γιατί έχουμε αυτή την ανάγκη να δείξουμε τόσο ότι υπάρχουμε; Και κυρίως, γιατί να κάνουμε διάφορα μόνο για να μας δουν κι όχι απλώς γιατί έτσι θέλουμε; Το θεαθήναι, δυστυχώς, καμία σχέση δεν έχει με την πραγματικότητα, αποσκοπεί μόνο στο να κερδίσουμε μια αποδοχή ή την εμπιστοσύνη κάποιου ή στο να πληγώσουμε κάποιον που στην πορεία καταλαβαίνουμε πως δεν είχε και τόσο νόημα για εμάς.
Για το θεαθήναι κάνουμε πολλοί πολλά, τελικά. Πάντα υπήρχε αυτή η τάση, αλλά πλέον φαίνεται σαν να ‘ναι σε έξαρση, σαν να το ζητάει το κορμί μας, σαν να οφείλουμε να δείξουμε κάτι διαφορετικό από αυτό που πραγματικά είμαστε σε μια εποχή που η αυτοπροβολή έχει την τιμητική της. Προσπαθούμε να κερδίσουμε μια εύνοια ή να ζητήσουμε μια χάρη προβάλλοντας μια πιο ευγενική ή διαλλακτική αντιμετώπιση προς άτομα που σε διαφορετικές συνθήκες θα τους συμπεριφερόμασταν με αγένεια.
Για να πετύχουμε τον στόχο μας δε θα στείλουμε κάποιον στον αγύριστο, αλλά θα χαμογελάσουμε με τσαχπινιά. Δε μιλάμε για προσποίηση αλλά για διπλωματική αντιμετώπιση των περιστάσεων. Δείχνουμε επίσης κάτι περισσότερο από αυτό που είμαστε, επειδή θέλουμε να φανούμε σε κάποιους. Να γίνει αντιληπτό το «ε, δες εγώ πού έχω καταφέρει να φτάσω και δες κι εσύ που με έκραζες πού είσαι». Σε τέτοιες φάσεις, νιώθουμε λιγάκι σαν να παίρνουμε το αίμα μας πίσω, σαν νικητές σε έναν άτυπο αγώνα που οι ίδιοι κηρύξαμε για να επιβεβαιωθούμε.
Μέσα απ’ όλα αυτά που κάνουμε μόνο για το θεαθήναι προσπαθούμε να περάσουμε ένα μήνυμα, που πολλές φορές διαφέρει από αυτό που πραγματικά είμαστε -είτε αυτή η «παράστασή μας» λέγεται σχέση, είτε επαγγελματική συνείδηση ή απλά συμπεριφορά σε κοινωνική υποχρέωση. Για παράδειγμα, πολλοί βγάζουν φωτογραφίες κι αγκαλιάζονται δημόσια, μοστράροντας τα πιο μεγάλα χαμόγελα, μόνο για το θεαθήναι, ενώ στην πραγματικότητα μόνο ευτυχισμένοι δεν είναι. Δε γουστάρουν πραγματικά να το κάνουν εκείνη τη στιγμή, δε συμβαίνει αυθόρμητα, από καρδιάς, γίνεται μόνο και μόνο γιατί απέναντι καραδοκεί ένας γνωστός ή ένας παλιός έρωτας κι επιβάλλεται να αποδείξουν και να διαφημίσουν την ευτυχία τους.
Τι είμαστε; Τίποτα βασικοί; Να δείξουμε τη μιζέρια μας, ότι δεν απολαμβάνουμε τη σχέση μας ή ότι βαριόμαστε οικτρά στον καφέ με την παρέα μας; Συμβιβαζόμαστε και καταπίνουμε την αλήθεια μας, αφήνοντας την ανάγκη μας για συντροφικότητα, το φόβο μας για τη μοναξιά και την επιθυμία για κάλυψη κι επιβεβαίωση (επαγγελματική και συναισθηματική) να μας κατευθύνουν.
Έτσι, πηγαίνεις σε μέρη που υπάρχει κόσμος που δεν πολύ γουστάρεις και σε στέκια που δε σου ταιριάζουν, απλά και μόνο επειδή είναι της μόδας. Παρακολουθείς σεμινάρια για να δείξεις πόσο μέσα στα πράγματα είσαι, ενώ μισείς ό,τι έχει σχέση μ’ αυτήν τη δουλειά ή απλά ακολουθείς την παρέα σου σε όλα, μην τυχόν κ βγείτε χωριστά και φανεί ότι έχετε τσακωθεί, ακόμα κι αν το μόνο που ήθελες ήταν να αράξεις στον καναπέ σου. Όλα για το θεαθήναι. Μένεις σε κάτι που δεν είσαι εσύ και γίνεσαι κάτι που δε θες να είσαι, για το θεαθήναι.
Αν, όμως, σε τρώει, τότε μήπως να κάνεις λίγο σαματά; Ή θα το αφήσεις να σε φάει και να χορτάσει; Άντε και πες ότι κρατάς τους (κάποτε δήθεν) καλούς σου τρόπους και την ευελιξία στα επαγγελματικά για να εξελιχθείς και να ‘χεις μια ανοδική πορεία στην καριέρα σου, αλλά για την ψυχούλα σου να τα κάνεις όλα ρημαδιό. Πυξ λαξ η κατάσταση. Για το θεαθήναι να μην παίρνεις κανέναν αγκαλιά. Να αγκαλιάζεις και να αγαπάς τον εαυτό σου. Κι όσοι σε αγαπούν, θα μείνουν δίπλα σου ό,τι και να είσαι, όποιες επιλογές και να κάνεις, όσο χιλιομετρικά μακριά κι αν είναι.
Μείνε αυτό που είσαι. Άσε το μοντάζ για τους τηλεοπτικούς.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη