Έχεις σκεφτεί ποτέ σοβαρά πόσο δεδομένα ή και ανύπαρκτα θεωρούν οι άνθρωποι τα χέρια τους; Από τη μία γράφει o Αργύρης Χιόνης, «οι άνθρωποι το πιο συχνά δεν ξέρουν τι να κάνουνε τα χέρια τους.». Τα χρησιμοποιούν τάχα για να χαιρετήσουν ή τα αφήνουν απλά να κρέμονται, με χειρότερο σενάριο να τα βάζουν στις τσέπες. Πόση αμηχανία εμπεριέχει αυτή η κίνηση και πόσο άβολα παίζει να νιώθουν σε τέτοιες στιγμές.

Έτσι, μένουν οι άνθρωποι χωρίς να μπορούν να χαρούν την αφή και το άγγιγμα κάποιου που αγαπούν. Ή κάποιου που θα μπορούσαν να ερωτευτούν. Ξεχνούν ότι είναι επιτακτική η ανάγκη να ξέρεις να χρησιμοποιείς τα χέρια σου. Να ξέρεις ότι μπορείς με ένα απλό άγγιγμα, να προκαλέσεις ανατριχίλα. Και για μια στιγμή, έτσι, σταματάς το χρόνο. Κλειδώνεις δευτερόλεπτα ανάμεσα σε δυο ανθρώπους. Εκείνοι, παραβλέπουν ότι με τα χέρια μπορείς να πεις όσα δεν τολμάς με τη γλώσσα. Όσα φοβάσαι ή νομίζεις πώς αν τα μοιραστείς, θα σε πληγώσει η ανταπάντηση. Με τα χέρια λοιπόν, μπορείς να μοιράσεις συναισθήματα, να δώσεις ζεστασιά, προστασία, να δείξεις αγάπη. Τρόπος να ρισκάρεις και να τσαλακωθείς. Να μιλήσεις χωρίς να χρησιμοποιήσεις λόγια και να νιώσεις απαντήσεις που θα είναι πιο ξεκάθαρες κι ίσως λιγότερο επώδυνες από το άκουσμά τους.

Κι έρχονται ξαφνικά στιγμές (έτσι σαν πυροτέχνημα σκάνε) που καλείσαι να μη χρησιμοποιείς τα χέρια σου. Για προστασία άλλων από μικρόβια, για να δείξεις ότι έτσι νοιάζεσαι. Και φυσικά αυτό είναι κάτι που δεν περιμένεις να γίνει απαγορευτικό. Και τότε σου γίνεται πιο δύσκολο στο να συνειδητοποιήσεις τι συμβαίνει. Όταν αυτό το άγγιγμα με τα χέρια, σου το στερούν, καταλαβαίνεις πόσα αγγίγματα έχασες και πόσες στιγμές ευχαρίστησης δεν πρόλαβες να ζήσεις. Συλλογιέσαι ότι δείλιασες ενώ έπρεπε να τρέξεις και να αρπάξεις το πρόσωπο που θες. Με τα χέρια σου. Να γίνει δικό σου. Χρειαζόταν να ξεφύγεις από την αδυναμία που ένιωθες. Να διεκδικήσεις. Να δείξεις με τα χέρια σου ότι μαρκάρεις την περιοχή σου, όπως κάνουν τα σκυλιά και με τα χέρια σου προστατεύεις όσα πιστεύεις ότι χρήζουν ασφάλειας.

Τότε, βάζεις στόχο ν’ αφήσεις ντροπές και δισταγμούς στην άκρη. Θέλεις να σταματήσεις να το κουράζεις και να το αναλύεις. Η πιο βαθιά σου επιθυμία είναι να βγάλεις τα αμήχανα χέρια σου από τις τσέπες και να τα αφήσεις να λειτουργήσουν με τον δικό τους φυσικό τρόπο. Να τ’ αφήσεις να αφεθούν. Να γλιστρήσουν στην πλάτη του συντρόφου σου, να τραβήξουν μαλλιά σε πιο ιδιαίτερες στιγμές, να σφίξουν δυνατά κάποιον φωνάζοντας σ’ αγαπώ, χωρίς να ακουστεί ούτε μισό ντεσιμπέλ. Κι αυτή είναι η ουσία στην τελική. Να δείξεις χωρίς να φωνάξεις. Να κάνεις τον άλλον να αισθανθεί και να μην ξεχάσει ποτέ αυτό που τον έκανες να νιώσει. Γιατί, είναι κρίμα να κρέμονται έτσι απλά τα χέρια. Βαρετά, ασυνείδητα, από λάθος, να φαίνονται άχρηστα ενώ μόνο έτσι δεν μπορούν να χαρακτηριστούν.

Έχουν τόσα να δώσουν. Τόσα να πουν. Και τόσες προσδοκίες να δημιουργήσουν. Τόσες αγάπες να ξεκινήσουν. Τόσοι έρωτες που αδημονούν για αυτά τα χέρια. Αξιοποίησέ τα σοφά και χάρισε μ’ εκείνα όσα φοβάσαι να ξεστομίσεις. Δώσε στους άλλους αυτό που θα ήθελες να δώσουν σ’ εσένα και κάν’ το με τον πιο γλυκό κι έντονο τρόπο. Άλλωστε όλη η γλύκα της αίσθησης, κρύβεται στην αφή.

 

Συντάκτης: Ευτυχία Συντυχάκη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου