Γράφω για σένα και φοβάμαι μήπως ακουστώ κλισέ ή μελό, μανάρι μου. Προσπαθώ να βγω από τα καλούπια περιγραφής ρομαντικών στιγμών και παθιασμένων σχέσεων. Πώς αλλιώς να περιγράψεις άλλωστε την έκρηξη μυαλού και κορμιού; Πώς αλλιώς γίνεται να περιγράψεις τη γέννηση των αισθήσεων;
Μπαίνω στο μπάνιο. Ανοίγω το νερό να τρέξει, και το βλέπω να πέφτει απειλητικά, έτοιμο να σβήσει από το σώμα μου μου τη μυρωδιά του αγγίγματός σου, τη λάβα του κορμιού σου, το άρωμά σου, τον ιδρώτα σου. Είμαι μόλις δυο βήματα μακριά σου και δεν έχουν περάσει καλά-καλά δέκα λεπτά που δεν είσαι μέσα μου και μου λείπεις. Και σε θέλω ξανά…
Τα ρούχα μας πεταμένα δεξιά κι αριστερά. Με τόση μανία σε έγδυνα που δε θυμάμαι πού είναι τι. «Σβήσε το φως» μου λες. «Δε χρειάζεσαι τα μάτια για να βλέπεις. Βλέπε με τα χέρια, βλέπε με το κορμί, νιώσε με την αφή, με το στόμα, με τη γλώσσα. Απλά σβήσε το φως». Τα σεντόνια μας ένα κουβάρι από ιδρώτα, από πάθος αχαλίνωτο, πεταμένα στο πάτωμα, θεατές στο χορό των αισθήσεων. Διώχνω ό,τι μεσολαβεί στα κορμιά μας. Τα σημάδια από τα νύχια σου τατουάζ που κοσμούν το σώμα μου, κάθε σπιθαμή τους θερμοτυπία μιας στιγμής έντασης του έρωτά μας.
Έρωτας, πάθος, σεξ, καύλα. Διάλεξε μια λέξη, λίγη σημασία έχει. Αυτές οι αξημέρωτες νύχτες μαζί σου στολίζονται από απόλυτο ρομαντισμό μέχρι απόλυτο αισθησιασμό.
Με ρωτάς «αν ήμασταν τραγούδι τι τίτλο θα είχαμε». Γελάς και σηκώνεσαι από το κρεβάτι. Το λιγοστό φως που μπαίνει απ’ το παράθυρο σκιαγραφεί το υπέροχο κορμί σου. Αρπάζω τη μηχανή μου και με το πρώτο κλικ έχω συλλάβει όλη την ηδονή της στιγμής.
Κάθεσαι στον καναπέ κι ανάβεις τσιγάρο. Μια γλυκιά δόση θανάτου ανάμεσα στα δάχτυλά σου. Δαχτυλίδια από καπνό σαν νιρβάνα αισθησιακή μου δείχνουν το δρόμο για να ξανασυναντήσει το στόμα μου το δικό σου – να ξαναγευτώ το στόμα σου, που ακόμα έχει τη γεύση του κορμιού μου.
Ξαπλώνεις απέναντί μου κι αρχίζεις να αγγίζεις το κορμί σου. Αργά, ηδονικά, βασανιστικά. Θέλεις να σε κοιτάζω και μου ζητάς να γράψω για εμάς. Τώρα, αυτή τη στιγμή που με βασανίζεις. Αυτή τη στιγμή που ματώνω τα χείλη μου και το στιλό τρέμει στο χέρι μου. Μου προκαλείς οργασμό χωρίς καν να με αγγίζεις.
Σε θέλω, σε αναζητώ, σε ποθώ. Τα ρήματα στερεύουν όταν έρχεται η στιγμή να περιγράψω αυτό που νιώθω για σένα. Η φαντασία μου ωχριά μπροστά στην πραγματικότητα. Γράφω χωρίς να σκέφτομαι. Συνειρμικά το χέρι μου γεμίζει τις λευκές γραμμές, καθώς σε κοιτάζω.
Κάθε στιγμή που δε σ’ αγγίζω μοιάζει χαμένη. Κάθε ανάσα που δεν είναι πνιγμένη στη μυρωδιά σου στερείται οξυγόνου. Δε ζω, δε μπορώ να ζω.
Κάθε φορά που μ’ ακουμπάς, σβήνεις κι ένα άγγιγμα από το παρελθόν μου. Κάθε φορά που με κοιτάς, διαγράφεις όλα τα κενά βλέμματα που μοιράστηκα. Κάθε φιλί σου σβήνει ό,τι έζησα πριν από σένα. Ό,τι έζησα υποκλίνεται μπροστά σου και κάπως έτσι όλα γίνονται εσύ. Εσύ, η ολόγλυκη προσμονή της ολοκλήρωσης, το μυστικό της ύπαρξης μου, το θρόισμα της ηδονής, το αποκορύφωμα του πάθους.
Σου ανήκω ολοκληρωτικά, άνευ όρων κι άνευ ορίων, μωρό μου.