Ας ξεκινήσουμε με μια αλήθεια. Είμαστε όλοι ψεύτες. Εντάξει αν όχι όλοι, σίγουρα οι περισσότεροι. Όσο πιο γρήγορα το αποδεχτούμε τόσο πιο γρήγορα θα προχωρήσουμε.
Όλοι μας έχουμε πει μικρά ή μεγάλα ψέματα. Μια φορά τουλάχιστον έχουμε τρίψει το θερμόμετρο, εκείνο με τον υδράργυρο όχι αυτά τώρα τα ψεύτικα τα ηλεκτρονικά, για να πείσουμε την μαμά ότι έχουμε πυρετό και ότι δεν μπορούμε να πάμε στο σχολείο.
Μια φορά τουλάχιστον έχουμε πάρει τηλέφωνο το αφεντικό μας και του είπαμε ότι δεν νιώθουμε καλά, ότι κρυώσαμε, ότι πάσχουμε από «τακαμούρι» βρε αδερφέ και ότι δεν θα πάμε. Μια φορά τουλάχιστον βγήκε από το στόμα μας το «σ’ αγαπώ» σε άτομα που δεν έπρεπε χωρίς καν να το εννοούμε.
Και οκ δεν μας πίεσαν, ούτε αυγά μας έβαλαν κάτω από τις μασχάλες, ούτε το ανακριτικό φως έστησαν πάνω από το κεφάλι μας.
Απλά μια ωραία μέρα μας έκαναν αυτή τη γνωστή σε όλους μας ερώτηση «Μ’ αγαπάς;». Που αν δεν νιώθεις για να πεις την σωστή απάντηση, όλα τα παραπάνω φανταζόταν διακοπές στην Χαβάη. Είναι εκείνη λοιπόν η στιγμή που παρακαλάς να σε απαγάγουν εξωγήινοι από το να απαντήσεις. Εκείνη τη στιγμή που σε κοιτάζει μέσα στα μάτια, τα οποία λιώνουν από έρωτα και τα δικά σου να έχουν την απάθεια ζωγραφισμένη.
Φυσάς, ξεφυσάς και σκέφτεσαι «από το να πληγώσω τον άλλον και μετά να χαλαστεί και να χαλαστούμε και να τσακωθούμε θα το πω». Και τελικά απαντάς με μια όχι και τόσο οσκαρική ερμηνεία «Σ’ αγαπώ», μουρμουρίζοντας το μέσα από τα δόντια για να υπάρχει μια πιθανότητα πώς ίσως δεν το άκουσε ή για να πείσεις τον εαυτό σου ότι μπορεί και να μην το είπες.
Θεωρώ πως ο βασικός λόγος που λέμε μεγάλα λόγια πριν πραγματικά τα νιώσουμε, είναι γιατί έχουμε μεγάλη ανάγκη να αισθανθούμε αυτό το «κάτι πιο μεγάλο». Ανυπομονούμε για αυτή τη στιγμή. Ενδόμυχα σε κάθε άνθρωπο που έρχεται στη ζωή μας αναζητάμε το ιδανικό. Με αποτέλεσμα μόλις ο ενθουσιασμός αγγίξει κόκκινο να καταφεύγουμε σε λόγια αγάπης και όρκους αιώνιας αφοσίωσης με την ελπίδα πως αυτή τη φορά δεν έχουμε πέσει έξω.
Είναι σαν να φουσκώνουμε ένα μεγάλο μπαλόνι, ενώ είμαστε εμείς που στο άλλο μας χέρι κρατάμε την καρφίτσα.
Είμαστε πλάσματα ανασφαλή που μέσα τους πεθαίνουν για επιβεβαίωση. Και έτσι δημιουργούμε αρρωστημένες σχέσεις για έναν αρρωστημένο σκοπό, αυτόν της ικανοποίησης του εγωισμού μας. Η διαιώνιση των κόμπλεξ μας ξεπερνάει πολλές φορές σε αποτελεσματικότητα και την χειρότερη πρόθεση. Είναι σαν να παίζουμε τους μικρούς επιστήμονες και να συλλέγουμε πληροφορίες και στατιστικά στοιχεία για τα πειράματα που κάνουμε μέσα στις σχέσεις μας.
Ξοδεύουμε λέξεις, αισθήματα, σώματα, σάλιο, υγρά και χρόνο με ανθρώπους που έχουμε στη ζωή μας χωρίς να μας εξιτάρουν. Χωρίς να μας κάνουν να τρέμουμε με την παρουσία τους, πόσο μάλλον με την απουσία τους.
Πόσο λέξεις και ελπίδες έχουμε πετάξει έτσι, χωρίς δεύτερη σκέψη, στο βωμό της συνήθειας, του βολέματος και της εύκολης λύσης. Και συνεχίζουμε και εξαντλούμαστε σε αδιέξοδες καταστάσεις και ανενεργούς έρωτες. Συνεχίζουμε να ζούμε μέσα σε ένα κράμα αλήθειας και παραμυθιού με νοθευμένες σκέψεις και άδεια από ουσία συναισθήματα. Και απορείς, αξίζει τον κόπο; Αξίζει τον χρόνο σου; Αλήθεια αξίζουν όλα αυτά τα ψέματα;
Ώσπου τελικά παίρνεις την απόφαση και μένεις μόνος. Και λες τώρα θα έχω χρόνο για μένα και πλέον δεν θα ξοδεύομαι έτσι. Και όντως τα καταφέρνεις. Και γνωρίζεις εκείνον τον άνθρωπο που σε κάνει να χάνεις τον ύπνο σου και τα λόγια σου. Που σε κάνει να ανατριχιάζεις και μόνο στην σκέψη του. Που νιώθεις το «σ’ αγαπώ» από τις πρώτες κιόλας μέρες και κρατιέσαι για να μην το ξεστομίσεις γιατί φοβάσαι. Φοβάσαι την απάντηση. Φοβάσαι μήπως δε νιώθει το ίδιο. Φοβάσαι τον ίδιο σου τον εαυτό που το ένιωσε τόσο νωρίς και τόσο έντονα.
Και ξαφνικά όλα αυτά τα «σ’ αγαπώ» που μοίρασες δεξιά και αριστερά είναι κόκκοι άμμου στο άπειρο της ύπαρξης. Όλα σβήνουν μπροστά σε αυτό το «Σ’ αγαπώ» που το λες και το εννοείς. Που το αρθρώνεις και γεμίζει το στόμα σου. Που θέλεις να το φωνάξεις, να το ζωγραφίσεις με σπρέι στους τοίχους, να το γράψεις σε όλες τις γλώσσες του κόσμου.
Αλλά να θυμάσαι, το αληθινό «σ’ αγαπώ» ακούγεται κραυγαλέα κι όταν εσύ σιωπάς.