Αγαπητή Μαντάμ Σουσού,

Καταφεύγω εις εσέ, καθότι ο έρως μου χτύπησε την πόρτα κι ήταν απρόσμενο, διότι είμαι ένας σοβαρός και μετρημένος νέος και δεν είχα αφήσει τον εαυτό μου να ασχοληθεί με έρωτες και τα τοιαύτα. Η ζωή μου μέχρι πρότινος ήταν αφοσιωμένη στις μελέτες μου και στη σταδιοδρομία μου.

Οφείλω, όμως, να ομολογήσω ότι εδώ και λίγο καιρό ερωτεύτηκα μια κορασίδα η οποία όμως φοβούμαι ότι δεν έχει και πολλά κοινά με εμένα. Αυτή είναι σερβιτόρα και δεν εκτιμά τις επιστήμες και τα γράμματα, εγώ τυγχάνω μεταπτυχιακός κι εις βάθος γνώστης της Ιστορίας. Παρ’ όλες τις μελέτες που έχω κάνει και παρ’ όλα τα βιβλία που έχω διαβάσει, δεν ευρεθεί τίποτα δια να με προετοιμάσει δια τη στιγμή του έρωτα. Γι’ αυτό απευθύνομαι σε εσένα (κι έχω κάποιο άγχος είναι η αλήθεια) να μου δώσεις κάποια συμβουλή, καθότι από ό,τι είδα πρέπει να γνωρίζεις τα του έρωτος.

Για να το εξατομικεύσω τώρα, το θέμα μου ή το πρόβλημά μου, αν προτιμάς, είναι το εξής: Έχω μια ελαφρά δυσκολία να πω στη νεαρά αυτά που αισθάνομαι χωρίς να πάθω αφωνία κι έτσι εσκέφθην να της στείλω μια άκρως αποκαλυπτική επιστολή, η οποία φανερώνει όσα τις κρατώ κρυφά. Σκέφτομαι αν πρέπει να στείλω την εν λόγω επιστολή μαζί με ένα κόκκινο τριαντάφυλλο και γι’ αυτό σου την παραθέτω να μου πεις τη γνώμη σου.

«Γεια σου,

Δε με ξέρεις καλά (τουλάχιστον όχι ακόμα), μα εγώ απ’ το λίγο που σε γνώρισα, θαρρώ πως σε ξέρω ήδη καιρό.

Ερωτεύτηκα την ύπαρξή σου, σκλαβώθηκα απ’ το χαμόγελο σου και ζω και για να το βλέπω. Ταξίδεψα κοιτάζοντάς τα μάτια σου -τα οποία με πήγαν όχι σε χώρες μα σε στιγμές ανείπωτης ευτυχίας κι έρωτος.

Τόλμησα να ονειρευτώ, κι όλα τα όνειρά μου είχαν εσένα βασίλισσα στο κάστρο της καρδιάς μου, κι εγώ, απλός και ταπεινός ιππότης, ορκισμένος να σε αγαπώ και να σε προστατεύω.

Απ’ την πρώτη στιγμή που σε αντίκρισα, έχασα το μυαλό μου, καθότι άρχισα να πιστεύω εις τα παραμύθια. Αχ, και πώς να μην πιστεύω σε αυτά απ’ τη στιγμή που είδα ολοζώντανη μπρος μου την πιο λαμπερή ύπαρξη, την πιο όμορφη νεράιδα;

Αν είσαι όνειρο, δε θέλω να ξυπνήσω ποτέ. Αν είσαι ψέμα, αρνούμαι να μάθω την αλήθεια, κι αν είσαι λάθος, αδιαφορώ δια το σωστό. Ό,τι και αν είσαι, μου αρκεί που υπάρχεις και μπορώ να σε κοιτάζω.

Θα πολεμούσα όλους τους στρατούς του κόσμου, θα έκανα τους άθλους του Ηρακλή, θα εκπορθούσα την Τροία, θα πέρναγα τον Ρουβίκωνα, θα ξεπερνούσα σαράντα κύματα και τη λογική την ίδια ακόμα, αν χρειαζότανε, για να ξαναδώ το γλυκό χαμόγελό σου.

Το όνομά μου σου είναι μυστήριο μα όχι για πολύ ακόμα.

Παντοτινά κι ολότελα δικός σου,

Ο Αντώνιος της δικιά σου Αιγύπτου.»

 

 

Αγαπημενότατε Άγνωστέ μου Χ ή όπως αλλιώς σε λένε,

Δε λέω, ωραία και ρομαντική κίνηση η επιστολή, αλλά αφενός πολύ λυρική, αφετέρου πολύ συγκρατημένη για κάποιον τόσο ερωτευμένο όσο μου γράφεις ότι είσαι. Τι σε εμποδίζει να της πεις ευθέως ό,τι θες να της πεις ρητά και κοιτώντας την; Μην κόψει το αφρόγαλο στα φρέντο καπουτσίνο και πάνε νερομπλούμ οι καφέδες στους πελάτες;

ΥΓ1: Τώρα εσύ ή έχεις δει πολύ «Κωνσταντίνου και Ελένης» και ταυτίστηκες με τον βυζαντινοτέτοιο και την γκαρσόνα και μας τρολάρεις νυχτιάτικο, ή σύμφωνα με την προσεγγιστική σου μέθοδο έχεις τηλεμεταφεθεί απ’ το 1910. Αν είναι το πρώτο, πες της καλύτερα ότι έχεις Porsche και να πάτε καμιά βόλτα, ο Μάνθος έχει καλύτερα αποτελέσματα. Αν είναι το δεύτερο, να ξέρεις έχουν γίνει δυο Παγκόσμιοι Πόλεμοι, οι Γερμανοί έχασαν μεν και στους δυο, αλλά ακόμα στη φάπα μας έχουν.

ΥΓ2: Εξήγησέ μου για ποιο λόγο σε ‘μένα γράφεις σε καθαρεύουσα και στην κορασίδα στη δημοτική. Με λες έμμεσα γριά ή απλά φοβάσαι ότι δε θα καταλαβαίνει γρι, αν της τα γράψεις όπως τα έγραψες σε ‘μένα;

ΥΓ3: Καλά, υπάρχουν πολλοί μεταπτυχιακοί που κρατάνε δίσκο για να βγάλουν το μεροκάματο, αλλά αν μου λες ότι η συγκεκριμένη δεν έχει σε καμιά υπόληψη τη μόρφωση, σε βλέπω αντί για απόκριση να ακούς κάνα μπινελίκι, όπως θα έκανε κι η Ελένη. Όχι η Ωραία, μην μπερδευτείς και σκεφτείς να την απαγάγεις και να πάτε Τροία, αυτή απ’ το σήριαλ εννοώ.

ΥΓ4: Αγαπημένε μου, όπως λες είσαι μεγάλος γνώστης της Ιστορίας. Άρα ξέρεις ότι στον αιώνα που διανύουμε τουλάχιστον, τέτοιο καμάκι δεν είναι και πολύ καλή ιδέα. Εκτός αν η αποδέκτρια έχει γεννηθεί τον προηγούμενο -στις αρχές του κιόλας.

ΥΓ5: Αν ήμουν όντως γνώστρια του έρωτος, τώρα θα ξεμέσιαζα στα λιβάδια το άλογο του δικού μου πρίγκιπα, δε θα έτρωγα πασατέμπο μπροστά στο pc να απαντώντας στην ερωτική σου επιστολή.

ΥΓ6: Καλά, δε χρειάζεται ούτε το Ρουβίκωνα να περάσεις ούτε να πολεμήσεις στρατούς για να δεις το χαμόγελό της. Εύκολο καφέ να ‘χεις να μη γράφει δέκα ώρες στο pda και να αφήνεις και κάνα φιλοδώρημα της προκοπής, και θα σου γελάει με όλη της την καρδιά.

ΥΓ7: Μα φυσικά και της είναι μυστήριο το όνομά σου, με αυτό τον καημό κοιμάται, με αυτόν ξυπνάει.

ΥΓ8: Και δικός της, και παντοτινά κιόλας. Που ακόμα δεν ξέρετε κι ο ένας το όνομα του άλλου. Μωρέ, μπράβο έρως…

ΥΓ9: Όταν παρομοιάζεις τον εαυτό σου με τον Μάρκο Αντώνιο, να είσαι σίγουρος ότι καταλαβαίνει πως την παρομοιάζεις με την Κλεοπάτρα για να την κομπλιμεντάρεις. Αλλιώς απλά θα νομίσει ότι σε λένε Αντώνη, κι είσαι ομογενής που ήρθες για διακοπές απ’ το Κάιρο.

ΥΓ10: Πάντως, χωρίς να θέλω να σε αποθαρρύνω, να ξέρεις ότι ο τελευταίος που έριξε γυναίκα με τη χρήση καθαρεύουσας, ήταν ο Παπαμιχαήλ τη Βουγιουκλάκη στο «Χτυποκάρδια στα θρανία». Κι ήταν το 1963.

Ασπασμούς εις το πρόσωπον.

Μετά τιμής,

Η Σουσού σου

Συντάκτης: Μαντάμ Σουσού