Σουσού, σου είχα στείλει πριν καιρό μια ιστορία και την είχες δημοσιεύσει «Έφτιαξα ψεύτικο προφίλ για να τσεκάρω αν γκομενίζει και κλείσαμε ραντεβού». Πάρε τώρα και την συνέχεια της.

Διάβασε φιλενάδα πώς έχουν τα πράγματα, και το ξέρω πως θα με κράξεις γερά αλλά γι’ αυτό δεν είναι οι φίλοι; Για να σου πετάνε στα μούτρα την πραγματικότητα μπας και ξυπνήσεις. Και αν επιλέξεις να κυλιστείς στα πατώματα να έρθουν και να αδειάσετε το ψυγείο παρέα.

Γυναίκες σου λέει μετά. Ανεξάρτητες, δυναμικές, αντράκια, τσαμπουκάδες, σκατά στα μούτρα μας λέω εγώ. Όλες κουτάβια είμαστε και ας το κρύβουμε καλά. Το μόνο που περιμένουμε είναι ένα χάδι, λίγη προσοχή και απεριόριστη αγάπη. Και σου το λέει αυτό μια γυναίκα που έχει περάσει πολλά στην ζωή της, δεν μασάει τ’ αρχίδια της που λένε, έχει φάει τα χαστούκια της και τα έχει ευχαριστηθεί στο έπακρο.

Και ενώ έχεις χτίσει γερά το ίματζ σου, έρχεται ο απόλυτος μαλάκας και σου καταρρίπτει όλον το τσαμπουκά που διαθέτεις, σου γαμάει τον εγωισμό και σε κάνει να σέρνεσαι για ένα του βλέμμα, για ένα του μήνυμα, για ένα γαμημένο λάικ.

Αποφασίζεις να το παίξεις μοντέρνα και χρησιμοποιείς όλα αυτές τις καινούριες φράσεις: friends with benefits, fuck buddies, παπάρια μέντολες θα τις πω εγώ. Ενώ κατά βάθος το μόνο που θέλεις είναι τον έρωτά του και την αγάπη του που δεν έρχεται ποτέ. Και τρέχεις να τον δεις, έστω για λίγες ώρες την εβδομάδα και είσαι ικανοποιημένη, μόνο και μόνο που τον κοιτάς, αλλά όχι στα μάτια, για να μην διασταυρωθούν τα βλέμματά σας και λυγίσεις μπροστά του. Είσαι αντράκι, το ξέχασες;

Δεν κοιμάσαι πλέον σπίτι του. Δεν επιτρέπεις πλέον να έρχεται στο δικό σου, μην τυχόν και μείνει στα σεντόνια το άρωμά του. Μην τυχόν και γυρίσεις και κουλουριαστείς την νύχτα στην αγκαλιά του. Αυτή την αγκαλιά που δεν είναι ουσιαστικά δικιά σου.

Και τρέφεις τη γαμημένη ελπίδα ότι ίσως τη δει αλλιώς, ότι ίσως καταλάβει πόσο μαλάκας είναι, αλλά στην ουσία, το μόνο που καταλαβαίνει είναι το πόσο μαλάκας είσαι εσύ που σέρνεσαι και ουρλιάζει όλο σου το είναι για εκείνον.

Και συνωμοτεί το σύμπαν μαζί με τους θεούς και όλους τους δαίμονες και τον βλέπεις με άλλη μπροστά στα μάτια σου. Να τη χαϊδεύει, να τη φιλάει, να της πιάνει το χέρι τρυφερά και να έχει το θράσος να έρχεται στην παρέα σου και να σου μιλάει σαν καλά φιλαράκια. Μα τι άλλο να περιμένεις όταν πλέον η συμφωνία είναι «απλά πηδιόμαστε»; Τι να πεις, τι να κάνεις, παίρνεις τον ανύπαρκτο εγωισμό σου και φεύγεις.

Ξέρεις τώρα, δεν είσαι καμία χθεσινή, κόκκινο ημίγλυκο στο ένα χέρι, διαγραφή και μπλοκ για την τιμή των όπλων και αποχαιρετιστήριο μήνυμα που ξεβρακώνεσαι ολοκληρωτικά λέγοντάς του… «δεν αντέχω να σε βλέπω με άλλη». Και δεν σε αφήνει να φύγεις, φίλη μου, «σε θέλω στη ζωή μου» διαβάζεις, «άλλα είχαμε πει», «θέλω να είμαστε όπως πριν», «σε θεωρώ δικό μου άνθρωπο», «με γαμάς τώρα», «σημαίνεις πολλά για εμένα» και άλλα τέτοια που σε κάνουν χίλια κομμάτια.

Πες μου ποια γυναίκα που σέβεται τον εαυτό της δε θα σηκωνόταν να φύγει; Όμως εγώ έχω πέσει σε όλα τα πατώματα του σπιτιού και έχω γίνει κομμάτια. Θέλω να πάρω ό,τι έχει να μου δώσει. Έστω και αυτό το λίγο. Έστω και να τον μοιράζομαι. Πάντα με την γαμημένη ελπίδα… Τι κατάντια θεέ μου! Δεν υπάρχει πιο χαμηλά να πέσει μια γυναίκα.

Βλέπεις φίλη μου, ξέρω. Ότι είμαι μαλάκας. Και με κεφαλαία γράμματα! Όχι αυτός, εγώ είμαι μαλάκας! Καλά μου τα είχες πει, θυμάσαι; Δεν ξέρω αυτό αν λέγεται έρωτας αλλά δεν μπορώ ή μάλλον δεν είμαι έτοιμη να φύγω. Δεν είμαι ικανοποιημένη με τα ψίχουλα ενδιαφέροντος που μου δίνει. Τρελαίνομαι να τον σκέφτομαι με άλλη. Σαλτάρω. Αλλά δεν μπορώ να φύγω!

Χώσ’ τα μου τώρα φίλη. Όσο μπορείς πιο πολύ. Μήπως και μου γεμίσεις το κεφάλι, άσχετα αν εγώ θα κάνω το δικό μου. Μέχρι να ξαναβρώ τον εαυτό μου και να μου περάσει. Και όταν τελειώσεις με το χώσιμο, πέρνα από ‘δώ να σε κεράσω ένα ποτηράκι… γιατί έτσι κάνουν οι φίλες.

 

Αγαπημενότατη, (σχεδόν) συνομηλικότατη, υπετρισμέγιστη, τιτανοτεράστια Α.

Πού είσαι καλέ και χαθήκαμε;

Ρίξε νερό στη μάπα, άσε μαυροδάφνη κάτω, φτιάξε καφέ κι άκου.

Ρόιδο τα έχεις κάνει. Τι να σου πω, μανάρι μου, και εσύ δεν παίρνεις από λόγια κιόλας;

Εσύ είσαι το πρόβλημα, το έχεις καταλάβει ε; Εσύ συμφώνησες σ’ αυτά τα μοντέρνα.

Θα σου πω μεγάλη σοφία τώρα και γράφτηνα κάπου γιατί δεν τα λέω συχνά.

Δεν υπάρχουν «μαλάκες». Αυτό το «μαλάκας» άντρας που λέμε όλη την ώρα, δεν είναι σαν να λέμε ο άντρας ο ξανθός, ο άντρας ο ψηλός, ο άντρας ο «προικισμένος», ο άντρας με λεφτά κι ο καραμπουζουκλής κι άλλα τέτοια. Η «μαλακία» του καθενός είναι παράσημο που βάζουμε εμείς στον κάθε άντρα, ανάλογα του πώς έτυχε να μας φερθεί. Α, είναι κι αυτές οι προσδοκίες που ντύνονται ελπίδες και πεθαίνουν τελευταίες και μπερδεύονται οι καριόλες.

Αν εσύ δε διαβάσεις τις οδηγίες του λεμονοστίφτη, δε σου φταίει κανείς αν εσύ ντε και καλά θες να σου τρίβει τα παγάκια. Δε θα σου τα τρίψει που να σκάσεις και να πλαντάξεις.

Τα μεταξωτά βρακιά θέλουν κι επιδέξιους κώλους θα σου πω εγώ. Φακμπάντη, ξεφακμπάντη, μπένεφιτς κι επιδόματα, τι παντόφλες είναι αυτά, μου λες; Γριά το μεσοχείμωνο, πεπόνια ανεθυμήθη. Άσ’ τα αυτά για τους νέους και για όποιους τη βρίσκουν μ’ αυτά. Τι τα θέλουμε εμείς;

Αντί να βγεις έξω να βρεις άντρα κοντά στις προσδοκίες σου και στα μέτρα που τον θες, μου έχεις κολλήσει με το σαφρακιασμένο και θες να τον δέσεις γκόμενο. Ε μην απορείς κιόλας.

Κάθεσαι και αυτομαστιγώνεσαι μες στην κακιά καψούρα. Δε βγάζει πουθενά αυτό το πράμα. Σύνελθε.

Τον έκλαψες τον μακαρίτη αρκετά, φτάνει, άντε να πηγαίνουμε παρακάτω όμως τώρα, γιατί ο χρόνος είναι αλύπητος, κι εγώ βαριέμαι με αυτά.

Θα σου αφιερώσω ξανά το «Ζε σουί μαλάκω» που εμένα πολύ με αγγίζει.

Φιλιά στα μούτρα
Η Σουσού σου

ΥΓ Άσε τα κεράσματα καλύτερα, γιατί εμένα καλύτερα να με ντύνεις, παρά να με ποτίζεις. Σε ευχαριστώ πολύ όμως, χρυσή μου, πολύ το εκτιμώ. 

 

Συντάκτης: Μαντάμ Σουσού