Οι άνθρωποι συχνά θέτουν τον εαυτό τους σε αμήχανες καταστάσεις εξ αιτίας του φόβου τους. Πόσες φορές μπορεί να βρεθήκαμε ανάμεσα σε μια θετική και μια αρνητική απάντηση χωρίς να ξέρουμε τι ν’ απαντήσουμε; Ή μήπως γνωρίζαμε αλλά δεν είχαμε το θάρρος να εκφράσουμε αυτό που πραγματικά θέλαμε; Δεν είναι λίγες εκείνες οι φορές που αντικαταστήσαμε το όχι μ’ ένα ναι από αμηχανία. Κι εκεί που θέλαμε όντως να εκφράσουμε μια άρνηση, τελικά βρεθήκαμε να κάνουμε το αντίθετο.

Ο βασικότερος λόγος που συμβαίνει αυτό σχετίζεται με την αίσθηση της αμηχανίας ή του φόβου. Πιστεύουμε πως αν δώσουμε αρνητική απάντηση σε μια ερώτηση, όποιος κι αν είναι ο συνομιλητής μας, είτε είναι ο σύντροφός μας ή κάποιος συνεργάτης, θ’ αντιδράσει με απομάκρυνση. Έχει χαραχθεί στο μυαλό μας πως αν τολμήσουμε να πούμε αυτό το όχι, που παίζει στο πίσω μέρος του μυαλού μας, μπορεί να χάσουμε κάτι σημαντικό. Ή μπορεί απλώς να στενοχωρήσουμε τον άλλο αλλά και να τον απογοητεύσουμε. Προτιμάμε επομένως ν’ αντικαταστήσουμε το όχι με ναι κι ας μην το νιώθουμε. Αυτό συμβαίνει και για να μη βιώσουμε την αμηχανία που ακολουθεί μετά από μια άρνηση.

 

 

Στην πραγματικότητα, είναι ένας τρόπος να μας αγαπήσουν χωρίς να μας αγαπάμε. Όταν έχουμε μάθει να υποχωρούμε προκειμένου να μη δυσαρεστήσουμε τους άλλους, στην ουσία επιλέγουμε να κάνουμε κακό σ’ εμάς. Διότι πιέζουμε τον εαυτό μας να κάνει κάτι που γνωρίζουμε πολύ καλά ότι δε θέλει. Κι όλα αυτά συμβαίνουν για να μην έρθει ο άλλος σε αμηχανία ή να μη βγάλουμε εκείνον απ’ το πρόγραμμά του. Κάθε φορά επιλέγουμε τους άλλους και το πώς θα τους ικανοποιήσουμε για να μη μας απορρίψουν. Γιατί έχουμε κωδικοποιήσει μέσα μας πως η συγκαταβατικότητα είναι άμεσα συνδεδεμένη με το να λαμβάνουμε αγάπη κι αποδοχή. Κι αυτό εκτός από λάθος, είναι φοβερά βλαβερό για την ελευθερία που δίνουμε από εμάς σε εμάς.

Η απόρριψη της δικής μας επιθυμίας μόνο αρνητικές συνέπειες μπορεί να έχει. Πρέπει να αναλογιστούμε και να συνειδητοποιήσουμε πως μια απόρριψη δεν είναι αρκετός λόγος για ένα ναι που δε νιώθουμε. Προγραμματίζουμε συνεπώς τον εαυτό μας να μάθει σ’ αυτό σε αντίθεση με το να υποχωρεί συνεχώς σε καθετί που εμφανίζεται στη ζωή μας κι είναι απόφαση άλλων. Διότι έτσι, φτάνουμε στο σημείο να μειώνουμε τη ζωή μας και να βάζουμε πρώτα τη ζωή κάποιου άλλου. Δεν είναι λάθος να βάζουμε όρια, είναι απαραίτητο. Όπως κι είναι ανθρώπινο να θέλουμε να είμαστε καλοί σύντροφοι, θελκτικοί εραστές, καλοί γονείς ή παιδιά γονέων, σωστοί εργαζόμενοι ή αρεστά αφεντικά, όμως όχι με το άγχος της μοναξιάς σε περίπτωση που δεν είμαστε «υπάκουοι».

Η κατανόηση αυτής της διαπίστωσης θα μας βοηθήσει να βάλουμε ένα τέλος σ’ αυτή τη συνήθεια. Πρέπει να βάλουμε πρώτα τον εαυτό μας, τα θέλω μας δίχως να φοβόμαστε μια ενδεχόμενη φυγή των άλλων από τη ζωή μας γιατί δεν ακολουθούμε τα παλαμάκια τους. Στην τελική, αν κάποιος δυσαρεστηθεί απ’ τα όχι μας, δεν είναι σε θέση να σεβαστεί γενικότερα τα όριά μας. Το μόνο που χρειάζεται είναι να εξηγήσουμε τον λόγο που δε θέλουμε. Μπορεί μια πρόταση να μην ταιριάζει με το πρόγραμμά μας, αν πούμε ναι να μείνουμε πίσω σε κάτι άλλο ή απλώς να μην έχουμε τη διάθεση. Επομένως, οφείλουμε πρώτα απ’ όλα στον εαυτό μας να βρούμε το θάρρος και να επιλέγουμε κάθε φορά τα όχι μας. Αυτό που πραγματικά επιθυμούμε χωρίς δισταγμό ή ενοχή. Μόνο τότε θα μπορέσουμε να μας σεβαστούμε, προκειμένου να το κάνουν κι άλλοι. Κι αν είναι αυτός ο λόγος να φύγουν, καλό δρόμο.

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Μελίνα Κοσμίδου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου