Γιατί κανείς δε μας καταλαβαίνει; Είναι ένα αίσθημα που μας πνίγει, όταν προσπαθούμε μανιωδώς να δείξουμε στον άλλο αυτό που μόνο εμείς βλέπουμε. Μάταια όμως, καθώς δεν είναι εύκολο κανείς να έχει την ενσυναίσθηση και τη θέληση να καταλάβει κάτι που δεν του κάθεται καλά με την πρώτη. Πόσες φορές νιώσαμε εγκλωβισμένοι και διχασμένοι, να μας διακατέχουν τόσα αρνητικά συναισθήματα που ν’ αποτελεί ανάγκη για εμάς να μπει ο άλλος στη θέση μας, χωρίς όμως αυτό να είναι εφικτό;
Μια απάντηση σ’ αυτή μας την ορμή βρίσκεται στην ανάγκη να μας αποδεχτούν. Έχουμε την αίσθηση πως κατ’ αυτόν τον τρόπο, έχοντας στο πλευρό μας κάποιον που θα μας καταλάβει, θ’ απαλύνει ταυτόχρονα και τον πόνο ή τις έγνοιες μας. Από την άλλη, μπορεί απλώς να χρειαζόμαστε κάποιον που θα μας ακούσει προσπαθώντας να βιώσει αυτό που αισθανόμαστε έτσι ώστε να το δικαιολογήσουμε. Κάποιος μας κατανοεί- καθόλου ασήμαντο. Όμως τις περισσότερες δεν είναι σε θέση κάποιος να μας καταλάβει, τουλάχιστον στον βαθμό ώστε να ικανοποιηθεί αυτή η ανάγκη που έχει ως βάση κάτι μη ρεαλιστικό. Ίσως δε θέλει, δεν μπορεί, δεν ξέρει πως, ή απλώς διαφωνεί.
Γιατί σ’ εμένα; Τι απάντηση μπορούμε να δώσουμε σ’ αυτό το ερώτημα που συχνά στοιχειώνει το μυαλό μας; Χρειάζεται να έχουμε περίσσιο θάρρος ώστε να ξεγυμνωθούμε συναισθηματικά στα μάτια του άλλου, όπως ταυτόχρονα χρειάζεται να έχουμε καθαρότητα ως προς την αντίληψη πως δεν είμαστε τόσο ξεχωριστοί όσο νομίζουμε, έτσι ώστε όλα τα δεινά να πέφτουν πάνω μας επίτηδες. Νιώθουμε μόνοι κι απογοητευμένοι, ενώ στην ουσία είμαστε ματαιόδοξοι και παθητικοί.
Γιατί λοιπόν σ’ εμάς; Επί της ουσίας είναι η άρνηση και η μη αποδοχή της πραγματικότητας και η μη επεξεργασία νέων δεδομένων. Πίσω απ’ αυτό το ερώτημα υποβόσκει ένας φόβος που μας κρατάει δέσμιούς του, ο φόβος της δράσης. Εξ αιτίας του συμβιβαζόμαστε καθημερινά με γεγονότα και καταστάσεις που χρειάζονται από την πλευρά μας λύσεις ή κι αλλαγές αλλά ταυτόχρονα δε μας κάνουν ευτυχισμένους κοντόφθαλμα, οπότε και τις θεωρούμε κακές λύσεις και μη πρακτικές. Άρα μας συμβαίνει κάτι δυσάρεστο, θεωρούμε ότι μόνο εμείς έχουμε την ατυχία αυτή, ταυτόχρονα δε μας καταλαβαίνει κανείς κι άρα δε μας βοηθάει, οπότε πώς κι εμείς θα βρούμε το κουράγιο να ψάξουμε λύση; Κρατάμε το μαξιλαράκι ασφαλείας μας και φτάνουμε να χάνουμε την ουσία.
Μπορούμε ν’ αντιληφθούμε ότι κατά περίπτωση ο συνομιλητής μας, είτε είναι ο σύντροφος είτε ένας φίλος ή ένα οικογενειακό μας πρόσωπο, δεν είναι ικανός να καταλάβει τη θέση μας. Όταν γνωρίζουμε καλά τους κοντινούς μας ανθρώπους, μπορούμε εύκολα να δούμε πότε υπάρχει καλή πρόθεση και πότε απλώς αδιαφορία ή άγνοια. Θέλει ιδιαίτερη προσοχή, επίσης, η διαδικασία της θυματοποίησης. Όταν δε μας κατανοούν, ας μη φτάσουμε να ρίχνουμε το φταίξιμο στον εαυτό μας. Τυχαίνει καμιά φορά, απλώς να μη μας καταλαβαίνουν. Όπως τυχαίνει καμιά φορά να μη δεχόμαστε τον τρόπο με τον οποίο μας καταλαβαίνουν.
Όταν περνάμε μια δύσκολη συνθήκη, το μόνο που μας μένει στο τέλος είναι ο εαυτός μας. Η αντίληψη του τι συνέβη είναι το πρώτο βήμα, ενώ το δεύτερο είναι η επεξεργασία. Η δυνατότητα συλλογής δεδομένων ώστε να δούμε τι στο καλό θα κάνουμε. Το τελευταίο κι εξίσου σημαντικό είναι η αλλαγή. Δεν είναι κακό να μην μπορούν να μας καταλάβουν, ίσως δεν οφείλεται στην έλλειψη ενδιαφέροντος αλλά στην αδυναμία ταύτισης. Το χειρότερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να μείνουμε σ’ αυτό και να χτυπιόμαστε για το πόσο μόνοι αισθανόμαστε.
Δεν έχουμε απολύτως καμία πρακτική ανάγκη να μας καταλάβουν οι άλλοι, φτάνει μόνο να μας καταλαβαίνουμε εμείς οι ίδιοι. Η συνειδητοποίηση αυτού, ότι δηλαδή η γνώμη κι η επιβεβαίωση των άλλων είναι γαρνιτούρα, θα λύσει τον γόρδιο δεσμό της παθητικότητας. Σαφώς και πάντα θα έχει αξία να σε καταλαβαίνουν όσοι αγαπάς κι εκτιμάς. Όμως αν αυτό δε γίνει, μάντεψε· η γη θα συνεχίσει να κινείται. Κι εσύ μαζί της.
Θέλουμε και τη δική σου άποψη!
Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!
Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου