Μια εύκολη λύση που προτιμάται συχνά ως μοχλός πίεσης, ή αποσυμπίεσης, είναι το να αγνοεί κανείς επιδεικτικά κάποιον που του απευθύνει τον λόγο. Είναι η ευκολότερη επιλογή, καθώς έτσι δεν έρχεται αντιμέτωπος ούτε με τα συναισθήματά του, ούτε όμως και με τον άνθρωπο που σχετίζεται ή προσπαθεί να επικοινωνήσει μαζί του. Έχεις ποτέ σου αναρωτηθεί γιατί συμβαίνει αυτό κι από πού προέρχεται αυτή η αντίδραση;
Αυτός που προτίθεται να αγνοήσει έναν άνθρωπο, επιλέγει αυτομάτως την μη επίλυση του προβλήματός του. Δεν είναι ψυχολογικά έτοιμος να εκφράσει τις σκέψεις του και να εκδηλώσει τη δυσαρέσκειά του, είτε το αναγνωρίζει αυτό, είτε όχι. Έτσι, οδηγείται αυτομάτως στην απομάκρυνση, καθώς αποτελεί τη διαφυγή του από μια κατάσταση. Ως αποτέλεσμα έχει και την απομάκρυνση του άλλου ατόμου και τη δημιουργία χάσματος μεταξύ τους.
Από την άλλη, μπορεί να πιστεύει ότι περνάει στον άλλον το μήνυμα που δεν μπορεί να εκφράσει με λόγια. Πρόκειται για ένα είδος απάντησης, ίσως, που μέσω του τρόπου αυτού πετυχαίνει να σταλεί χωρίς να εκφραστεί, μεταδίδοντας τη διάθεσή του, θεωρώντας πως ο άλλος θα συνειδητοποιήσει τον λόγο της σιωπής του. Ταυτόχρονα, μπορεί να προκαλεί την ύπαρξη ενός ερωτηματικού, παίζοντας ένα ψυχολογικό παιχνίδι εξουσίας που θα τον οδηγήσει στο να μπει στο μυαλό εκείνου που του απευθύνει τον λόγο.
Ωστόσο, αυτή η επιλογή δε σημαίνει ότι είναι και η πιο χρήσιμη. Κανένας δεν αξίζει μία τέτοιου είδους αντιμετώπιση και συνήθως αυτή προέρχεται από τις προσωπικές ανασφάλειες κι εμπειρίες του καθενός. Αν κάποιος σε πλήγωσε, κατά κανόνα θα το κάνεις κι εσύ σε κάποιον, χωρίς να γίνεται απαραίτητα σκόπιμα. Με το να αγνοεί εσκεμμένα κανείς τον συνομιλητή του, δείχνει την ανεπάρκειά του να διαχειριστεί τα συναισθήματα και τα προβλήματά του κι ανήμπορος να έρθει πρόσωπο με πρόσωπο με την πραγματικότητα, καταφεύγει σε αυτή την οδό. Κάτι που απέχει πολύ από την έννοια της ωριμότητας.
Μπορεί να αποφέρει καρπούς, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι πρέπει να θυσιαστούν όλα στον βωμό της επίτευξης ενός στόχου. Ο σκοπός θα έπρεπε να είναι άλλος κι όχι απλώς να αγιάζει τα μέσα. Να δοθεί μια λύση που να εμπεριέχει σεβασμό και τους δύο συνομιλητές. Ίσως να είναι ένα μοτίβο που συναντάμε σε μικρότερες ηλικίες, όμως δεν παύει να έχει και μια μορφή ψυχολογικού παιχνιδιού εξουσίας και σε μεγαλύτερες ηλικίες, φτάνοντας τα όρια της παθητικής βίας, στις σχέσεις, τις φιλίες, τα επαγγελματικά και τα οικογενειακά μας.
Και τελικά τι είναι αυτό που έχει περισσότερο σημασία σε μια προσπάθεια επικοινωνίας; Να καταφέρεις με αυτόν τον τρόπο να απομακρύνεις κάποιον ή να μπορέσετε να επικοινωνήσετε; Κι αν ο τρόπος δεν είναι πάντα ξεκάθαρος, η ενσυναίσθηση είναι το πρώτο βήμα που θα οδηγήσει προς την κατεύθυνση μιας υγιούς επικοινωνίας. Ύστερα, η ειλικρίνεια είναι ο καλύτερος οδηγός και μπορεί να μην είναι εύκολη, αλλά σίγουρα θα οδηγήσει σε αποτέλεσμα ξεκάθαρο. Άλλωστε, το να αφήσεις κάποιον στην άγνοια των όσων αισθάνεσαι και πιστεύεις, από την εσωτερική σου ανασφάλεια και τον φόβο απόρριψης, θα φέρει απλώς περισσότερη ανασφάλεια κι απόρριψη. Μιλώντας, μπορεί τα θέλω σου τελικά να εισακουστούν.
Το σκέφτηκες ποτέ αυτό;
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου