Πέρασα τυχαία πριν λίγες μέρες έξω από ένα σπίτι κάπου κοντά στη Λιοσίων. Ξέρετε, από εκείνα τα «κακόφημα», αυτά ντε, με τον κόκκινο φωτισμό. Δεν είχε βέβαια αυτό το χιλιοειπωμένο και ξακουστό «κόκκινο φωτάκι» απ’ έξω, είχε αντικατασταθεί με ένα λευκό. Μέρα μεσημέρι κι άναβε. Μάλλον θα είναι ο τρόπος τους να δείξουν πως είναι ανοιχτά, πως λειτουργούν, πως εξυπηρετούν πελάτες, σκέφτηκα.
Πριν προλάβω να κάνω δυο βήματα, άκουσα πίσω μου μια γυναικεία φωνή, «να ξανάρθεις», γύρισα και είδα μια κοπέλα να στέκεται στο κατώφλι της πόρτας και να χαιρετάει έναν νεαρό. Ήταν όμορφη, εντυπωσιακή, με ψηλά πόδια που τα αναδείκνυαν τέλεια οι ψηλοτάκουνες γόβες της και χωρίς καμία ξενική προφορά.
Έχουμε θέσει κάποια στερεότυπα, μια συγκεκριμένη εικόνα. Όπως την εικόνα για το είδος της πελατείας τους. Άντρες άνω –τουλάχιστον– των 40, παντρεμένοι, οικογενειάρχες που ψάχνουν να περάσουν μερικές στιγμές απόλαυσης κι ηδονής στα χέρια τους.
Κι όμως, εκείνο το μεσημέρι η εικόνα που αντίκρισα, δεν ταίριαζε με το αναμενόμενο. Δεν έμοιαζε με κάποιον δυστυχισμένο οικογενειάρχη. Αντιθέτως, ήταν γύρω στα 28, ψηλός, μελαχρινός, ομορφόπαιδο. Τι να ήθελε άραγε εκεί; Γιατί ένας άντρας στην ηλικία του να έχει ανάγκη τον πληρωμένο έρωτα;
Και μετά το φιλοσόφησα. Και ξέρεις πού κατέληξα; Αυτή είναι η πιο αληθινή σχέση. Μην απορείς. Ναι, αυτή του πληρωμένου έρωτα. Χωρίς να τάζεις, χωρίς να ζητάς. Χωρίς φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Χωρίς ξενύχτια πάνω από ένα κινητό που δε χτυπάει. Οι σχέσεις άλλωστε, είναι δούναι και λαβείν. Κάπως έτσι κι αυτές. Αυτή δίνει το κορμί της κι εκείνος τα χρήματα.
Βρόμικο; Πρόστυχο; Χυδαίο; Μπα! Δεν το νομίζω! Δηλαδή είναι προτιμότερο να δίνεις την καρδιά σου; Πιο τίμιο; Πιο καθαρό; Η καρδιά, όμως, αν σπάσει, δύσκολα ξανακολλάει. Έχει όριο διαδρομών σε αντίθεση με το κορμί. Το κορμί έχει εισιτήριο απεριορίστων και δύσκολα θα «σπάσει».
Ένα είδος προφύλαξης είναι λοιπόν κι αυτό. Προφυλάσσουν την καρδιά τους με κίνδυνο να κατηγορηθούν για ξεδιαντροπιά. Γιατί όταν η καρδιά βασανίζεται, βασανίζεται και το σώμα. Ο πληρωμένος έρωτας είναι ακίνδυνος. Δεν παίζονται αισθήματα, παραείναι ακριβά για να τα σκορπίζεις στον πρώτο τυχόντα. Τουλάχιστον δεν κινδυνεύουν από συναισθηματισμούς που πληγώνουν και μένουν ανεξίτηλοι στην ψυχή και στο πέρασμα του χρόνου.
Κι όμως, σ’ ένα κρεβάτι όσο και να το προσπαθήσεις, θα παραδώσεις έστω κι ένα κομμάτι της ψυχής σου, του «είναι» σου, του «εγώ» σου. Αν δεν πιστέψεις, όμως, ποτέ στο μετά, αν εσύ σκεφτείς πως όλο αυτό είναι απλά μια συναλλαγή, ένα πάρε-δώσε, τότε το κομμάτι της ψυχής που μόλις άφησες σε ένα κουβάρι τσαλακωμένα σεντόνια, επιστρέφει στον κάτοχο του, σ’ εσένα. Και γίνεσαι πάλι αρτιμελής, πλήρης, με λίγη παραπάνω κούραση αλλά κανένα πόνο στο βλέμμα, κανένα παράπονο.
Κλουβάκι είναι η ψυχή. Χρυσό και με πολύτιμο κλειδί. Κρέμεται με αλυσίδα στο λαιμό σου. Αντικλείδι δεν υπάρχει, ούτε παραβιάζεται. Μόνο εσύ μπορείς να το ανοίξεις. Γι’ αυτό πρόσεχε καλά πού και σε ποιον θα ανοίξεις. Μέτρα κουβέντες, λέξεις, πράξεις, συμπεριφορές και μόνο όταν σιγουρευτείς δώσε το πολυπόθητο νεύμα εισόδου. Και φρόντισε να σκουπίσει καλά τα πόδια του στο πατάκι πριν μπει. Είναι αμαρτία να σου λερώσουν την ψυχή και δύσκολα θα φύγει ο λεκές. Θα σε παιδεύσει χρόνια και μπορεί να μείνει και για πάντα.
Κάποτε διάβασα σ’ ένα οπισθόφυλλο ενός βιβλίου το εξής: «Λένε πως εμάς τις πουτάνες, κάθε φορά που ο Θεός μάς βλέπει δακρύζει. Δακρύζει από ντροπή, μιας και σε μας δεν περισσεύει. Mα αν ο Θεός δακρύζει, ο Θάνατος μας χρωστάει!»
Ίσως και να είναι έτσι. Γι’ αυτό την επόμενη φορά που θα σε βγάλει ο δρόμος σου έξω από ένα «κόκκινο φωτάκι», μη βιαστείς να βγάλεις συμπεράσματα και να κατακρίνεις, στάσου λίγο και αναρωτήσου «εγώ πώς προστατεύω την καρδιά μου;»