Ο πόνος όπως και κάθε άλλο συναίσθημα, είναι παροδικός. Εμείς, όμως, τον επιμηκύνουμε, τον διατηρούμε ζωντανό. Τον τραβάμε από ’δω, τον ξεχειλώνουμε από εκεί, ώσπου ένα όμορφο πρωινό τον παρατάμε στην ησυχία του. Μέχρι φυσικά να τον επαναφέρουμε. Είμαστε διαστροφικοί, δεν τίθεται θέμα. Το να πονάμε, όμως, χωρίς να αντιμετωπίζουμε την αιτία της θλίψης μας, είναι σαν να δίνουμε μια μαχαιριά στον αέρα. Και το κάνουν πολλοί όσο αστείο κι αν φαίνεται. Αρπάζουν έναν μπαλτά, κοπανιούνται μέχρι τελικής πτώσεως κι αποτέλεσμα μηδέν. Γιατί κι ο αέρας παραμένει αέρας κι ο πόνος πληγή που θα ανοιγοκλείνει στην παραμικρή αφορμή.
Όλα ξεκινάνε, όμως, από το μυαλό. Υπάρχουν εκείνοι που τρώνε τα μούτρα τους κι εξακολουθούν να χαμογελούν. Γιατί εντοπίζουν την ουσία στο σήμερα, στην κάθε τους στιγμή. Ακόμα κι αν τα θέλω τους δε στάθηκαν στο ύψος των προσδοκιών τους, πάντα επανέρχονται. Με νέα όνειρα, νέες ιδέες, νέες επιθυμίες. Για πόσο; Για όσο. Οι ίδιοι εξάλλου δε δίνουν εγγυήσεις. Δεν υπογράφουν συμβόλαια αιώνιας αγάπης. Ο έρωτας είναι ένα παιχνίδι με άνισους όρους κι όποιος έχει τα κότσια ας παίξει.
Για άλλους, όμως, η υπόθεση δεν είναι τόσο απλή. Στο ενδεχόμενο της αγάπης κλείνονται σε γυάλινους πύργους, φορούν πανοπλίες και ρίχνουν κανονιές προς όλες τις κατευθύνσεις. Είναι που έχουν κουραστεί να ρίχνουν σάλτο από απογοήτευση σε απογοήτευση και η μοναξιά φαντάζει λύτρωση. Όμηροι των αρνητικών συναισθημάτων τους, επιλέγουν την ψευδαίσθηση ασφάλειας που τους παρέχει η αποστασιοποίηση από τους άλλους. Διότι έχουν τόσο καλά εγκαταστήσει το φόβο στην ψυχή τους που προτιμούν τη φυλακή από την ίδια τη ζωή.
Καμιά φορά βέβαια, ξεμυτίζουν στον έξω κόσμο. Στα κλεφτά. Όμως ποτέ δεν είναι για πολύ. Στο παραμικρό ανυψώνουν τα τείχη τους κι επιστρέφουν τροχάδην στον πλασματικό τους κόσμο, τον απρόσβλητο από πόνο. Που όσο κι αν τους κυνηγάει, εκείνοι του ξεγλιστράνε. Δεν αντιλαμβάνονται, όμως, πως καταφέρνοντας αυτό, οι ίδιοι τον δημιουργούν στο παρ’ ολίγον έτερο ήμισυ που μένει σύξυλο από την απότομη μεταστροφή τους. Κι έτσι επιβεβαιώνεται πως το θύμα γίνεται ο θύτης. Ναι μεν χωρίς δόλο αλλά τι σημασία έχει αφού και τα εξ αμελείας εγκλήματα τιμωρούνται;
Να μείνουν σπίτι τους λοιπόν. Να μην ξεπροβάλλουν με τα άλυτα θεματάκια τους αφού δεν αντέχουν να το ζήσουν. Τι στο καλό μπαίνουν στη διαδικασία και το προκαλούν αφού δεν πρόκειται να το φτάσουν μέχρι το τέρμα;
Για να γνωρίσει κανείς τις αντοχές του, πρέπει να τις δοκιμάσει. Πρέπει να βγει από το κάστρο, το καβούκι ή όπου αλλού έχει χωθεί και στρουθοκαμηλίζει και να αφήσει στην άκρη τη δειλία που τον έχει καταβάλλει. Είναι εξάλλου γεγονός. Όλοι στο ερωτικό παρελθόν μας έχουμε εκείνον τον κάποιο που κάπου, κάποτε αγαπήσαμε, αλλά μας πλήγωσε. Κι όλοι μας νιώθουμε φόβο, ανασφάλεια κι αβεβαιότητα όταν το καινούργιο μας χτυπάει την πόρτα. Όμως όσα νιώθουμε και πηγάζουν από το παρελθόν μας, εξαρτώνται από εμάς και τις δικές μας σκέψεις. Ή λοιπόν τις συντηρούμε ή επιτέλους τις ξεφορτωνόμαστε.
Η ζωή θέλει μαγκιά κι ο έρωτας αρχίδια. Σε κανέναν δε χαρίζεται. Κερδίζουν μόνο όσοι τον προκαλούν. Όσοι αποτολμούν να τον διεκδικήσουν ανεξάρτητα από το όποιο κόστος. Κι αν όχι με ρίσκο, πώς; Πώς να επιτευχθούν το «μαζί» και το «εμείς»;
Να ανέβουν, λοιπόν, στη σκηνή όλοι εκείνοι που κρύβονται στα παρασκήνια. Να παίξουν κι ας είναι να ρεζιλευτούν που δε θυμούνται τα λόγια τους. Η καρδιά αντέχει. Και κάποια στιγμή, σε κάποια από τις πολλές αποτυχημένες παραστάσεις τους, θα τύχει να βρεθεί ένας άνθρωπος που δε θα μείνει άπρακτος. Θα χειροκροτήσει. Και με τον τρόπο του θα τους επαναφέρει στο προσκήνιο για να παίξουν μαζί.
Όσο για την έκβαση είναι άνευ σημασίας. Η μαγεία βρίσκεται στο άγνωστο. Αν δεν είναι Όσκαρ εξάλλου, θα είναι σίγουρα «χρυσό βατόμουρο». Βραβείο δεν είναι κι αυτό στην τελική;