Έχει τον τρόπο της η ζωή. Να θέλεις να φύγεις από το σπίτι, να απομακρυνθείς από τους γονείς και τον οικογενειακό συνωστισμό, μα πάντα σ’ εκείνους να σε γυρνάει.
Σαν χθες δεν ήταν που έπιασες εκείνο το όμορφο δυαράκι στο κέντρο; Με πόση προσοχή διάλεξες χρώματα, έπιπλα κι υφάσματα για να το στολίσεις στα γούστα τα δικά σου; Ήθελες στη φωλιά σου όλα να φέρουν την υπογραφή σου. Το όνομά σου. Να εξαφανιστούν απ’ το οπτικό σου πεδίο τα λευκά σεμεδάκια της μαμάς, κανείς να μη σε ελέγχει και σε κανέναν να μη δίνεις λογαριασμό. Ανεξαρτησία, αυτή η μεγάλη ξελογιάστρα.
Σημασία τότε είχε να φύγεις και το πέτυχες. Ήταν όπως ακριβώς το είχες ονειρευτεί. Στην αρχή τουλάχιστον γιατί η ρουτίνα έχει την τάση να ξεθωριάζει αντικείμενα και σχέσεις. Όλα στο άγγιγμά της παλιώνουν κι έρχεται η στιγμή που παύουμε να δίνουμε σημασία στο χώρο κι υπάρχουμε απλά μέσα σε αυτόν. Κι ο ενθουσιασμός ακόμα φεύγει. Πνίγεται μέσα στις υποχρεώσεις, τους λογαριασμούς και τις ευθύνες. Όταν φτάνεις στο σημείο να το συνειδητοποιήσεις, όμως, δεν υπάρχει γυρισμός. Σαν ενήλικας που σέβεται τον εαυτό του ξέρεις πως πρέπει να πληρώσεις το τίμημα της επιλογής σου.
Και μένει μόνο μια Κυριακή, φθινοπωρινή και βροχερή σαν τη σημερινή, με φόντο ένα τραπέζι.
Στέκεσαι και κοιτάς απ’ έξω το σπίτι που μεγάλωσες. Τελικά δεν περνάει μέρα που να μην το νοσταλγείς το άτιμο. Κι ας έχει τις ατέλειές του, τις ρωγμές του. Καθεμιά κουβαλάει την ιστορία της. Πλησιάζεις και βγάζεις τα κλειδιά ν’ ανοίξεις. Νιώθεις και πάλι παιδί.
Εκείνοι είναι γεμάτοι προσμονή. Περιμένουν ν’ ακούσουν τα κλειδιά στην πόρτα για να νιώσουν και πάλι γονείς. Κι όπως τότε, που ξενυχτούσαν ανήσυχοι μέχρι να επιστρέψεις απ’ τη βραδινή σου έξοδο, μόλις σε αντικρίσουν ηρεμούν. Μόνο που δεν έρχεσαι πλέον για να μείνεις. Αυτές τις λίγες ώρες, όμως, που θα είστε μαζί, θα ξέρουν πως είσαι ασφαλής κι αυτό τους αρκεί.
Δεν προλαβαίνεις ν’ ανοίξεις. Η μυρωδιά του ψητού σου έχει σπάσει τη μύτη. Εκείνη, σε κλάσματα δευτερολέπτου έχει πεταχτεί και σ’ έχει τυλίξει στην αγκαλιά της. Αμέσως μετά και μέχρι να μαζευτούν οι υπόλοιποι, θα σου ψήσει το καθιερωμένο σου καφεδάκι και θα ξεκινήσει τα περί ανέμων και υδάτων.
Ξέρεις βέβαια πως στόχος της είναι να προλάβει να σου αποσπάσει κάθε λεπτομέρεια για το «τίποτα» που απαντάς όταν σε ρωτά «τι νέα;» στην επί καθημερινής βάσεως τηλεφωνική σας επικοινωνία. Είναι επιτακτικό για εκείνη να μάθει πως δεν τη χρειάζεσαι, πως σε μεγάλωσε σωστά. Να αντέχεις, να παλεύεις και να στέκεσαι στα πόδια σου. Ακόμα κι αν πονάει στη διαπίστωση ότι δεν έχεις πλέον ανάγκη να είναι εκείνη η ασπίδα που θα σε προστατέψει.
Εκείνος φυσικά θα σας διακόψει. Με ύφος στωικό, μη δείξει τη χαρά του που είσαι εκεί, θα σε σώσει από την ανάκριση προφασιζόμενος ότι θα της καεί το φαγητό. Οι ατάκες μεταξύ τους πάνε κι έρχονται άλλοτε με χιουμοριστική κι άλλοτε με σαρκαστική διάθεση. Η ανακωχή όμως ποτέ δεν αργεί. Σφραγίζεται πάντα μ’ ένα τρυφερό φιλί.
Το σπίτι σύντομα γεμίζει γέλια. Κοιτάς τριγύρω κι είστε όλοι εκεί, καθιστοί στο πλούσιο τραπέζι που με κόπο ετοίμασε εκείνη για να σας ευχαριστήσει. Τα ποτήρια τσουγκρίζουν για να επισφραγίσουν αυτήν την απόλυτη στιγμή ευτυχίας κι οι συζητήσεις ξεκινούν. Όλοι συμμετέχουν κι όλοι έχουν κάτι να πουν. Κι εσύ εκεί. Να χαμογελάς και να τους παρατηρείς όλους, έναν προς ένα με απόλυτη προσοχή. Να συνειδητοποιείς πως δεν έχει μείνει παρά μόνο μια Κυριακή για να ζήσεις την οικογενειακή τυμπανοκρουσία και παραφροσύνη η οποία κάποτε σου φαίνονταν ανιαρή, αδιάφορη και περιττή κι όμως τώρα δεν την αλλάζεις με τίποτα.
Απ’ όλους όμως, οι δυο τους ξεχωρίζουν. Δεν είχες φανταστεί ότι θα σου έλειπαν τόσο πολύ οι εντάσεις, οι φωνές, οι αντιπαραθέσεις τους και παράλληλα τα αστεία, η ζεστασιά και η στοργή τους. «Είναι οι γονείς μου» σκέφτεσαι με περηφάνια. Γιατί πλέον ξέρεις πόσα έδωσαν, πόσα θυσίασαν και στερήθηκαν. Κι όταν έρθει η ώρα να αποχωρήσεις, μέσα σου δε θα υπάρχει παρά μόνο ικανοποίηση. Όσο κι αν η ζωή σε τιμωρεί, σε προετοίμασαν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Εκείνον που δε θα βρεις γραμμένο σε εγχειρίδια, αλλά προέρχεται από την πιο αστείρευτη πηγή. Την ανιδιοτελή αγάπη τους για εσένα.
Άτυχοι εκείνοι που συνειδητοποιούν τι είχε αξία όταν το τίμημα έχει ήδη πληρωθεί. Μα εσύ, δεν είσαι απ’ αυτούς. Κατάλαβες πως όταν κάτι είναι τόσο ανεκτίμητο, δεν του δίνεις αναβολή, δε βαρυγκωμάς, ούτε βαριαναστενάζεις. Κάθε οικογένεια εξάλλου, έχει τις δικές της μάγισσες και τους δικούς της δράκους. Όταν, όμως, ο χρόνος αρχίσει να μετράει τις απουσίες, ο καθένας απολογείται απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό για την ύπαρξη ή ανυπαρξία των αναμνήσεών του.
Οπότε, άδραξε τη μέρα γιατί η ζωή δεν είναι παρά μια αναπνοή. Μέχρι να ξεφυσήσεις, όλα μπορεί να έχουν αλλάξει.