Από τους ανθρώπους που έχω γνωρίσει μέχρι στιγμής στη ζωή μου, λίγοι είναι εκείνοι που πραγματικά με έχουν εντυπωσιάσει. Όχι επειδή είναι οι πιο συμπαθητικοί χαρακτήρες, αλλά επειδή έχουν από εκείνες τις προσωπικότητες που πραγματικά σε καθηλώνουν. Τις ατσαλένιες. Που φωνάζουν από μακριά «κανέναν δεν έχω ανάγκη».
Πρώτα, εκείνη. Η δυναμική. Πάντα περιποιημένη και κομψή, να κινείται στο χώρο με την πεποίθηση πως της ανήκει. Όσοι δεν τη γνωρίζουν, πιστεύουν πως δεν είναι τίποτα περισσότερο από μία καλαίσθητη εμφάνιση, όμως, απατώνται οικτρά. Είναι πανέξυπνη και πολυμήχανη. Και φυσικά, τόσο επιβλητική που στα μάτια όλων είναι ο ηγέτης τον οποίο ακολουθούν. Στη δουλειά της, δεν ανέχεται συναισθηματισμούς κι αδυναμίες. Απαιτεί την τελειότητα κι αλίμονο σε όποιον δε σταθεί στο ύψος των απαιτήσεών της. Με καυστικότητα κι ετυμολογία, θα τον εκμηδενίσει και θα εξαφανίσει οποιοδήποτε ίχνος αυτοεκτίμησης μπορεί να διέθετε πριν την καταραμένη μέρα που έλαχε να τη γνωρίσει. Για κάποιους, λοιπόν, είναι σκύλα, για άλλους ντίβα!
Έπειτα, εκείνος. Ο αποφασιστικός. Να ξέρει πού πατάει, πού βρίσκεται και γιατί, ανά πάσα ώρα και στιγμή. Όσοι τον γνωρίζουν, ξέρουν πως ο λόγος του είναι ισάξιος συμβολαίου. Ποτέ δεν ξεστομίζει εκφράσεις του τύπου «θα δούμε», γι’ αυτό κιόλας είναι κάτι παραπάνω από θελκτικός, ειδικά σε συντροφικό επίπεδο. Κυρίως, τον ξεχωρίζεις γιατί εμπνέει αβίαστη εμπιστοσύνη, αλλά και για την ικανότητά του να μεταμορφώνεται σε βράχο, όταν καλείται να αντιμετωπίσει καταστάσεις που αφορούν τους δικούς του ανθρώπους. Ο εσωτερικός του κόσμος, όμως, δεν είναι παρά ένα άλυτο μυστήριο. Διότι στις διαπροσωπικές του σχέσεις ελίσσεται χωρίς να αφήνει το παραμικρό στοιχείο που να τον αφορά. Ναι, είναι εκείνος που είναι καλά για όλους, βρίσκεται πάντα εκεί, για όποιον τον χρειαστεί.
Μη με ρωτήσεις γιατί οι δυο τους ξεχώρισαν. Με κέντρισαν. Ίσως γιατί κατάλαβα ότι όπου υπάρχει πολύς δυναμισμός, δεν περισσεύει χώρος για άλλα συναισθήματα. Κι αυτό, είναι το λιγότερο λυπηρό. Θυμήσου κι εσύ αυτούς που ξέρεις κι έχεις γνωρίσει. Παρά τις όποιες διαφορές τους, έχουν ένα τρανταχτό κοινό. Την ανθεκτικότητά τους. Να μη λυγίζουν, να μη γονατίζουν, να μην πτοούνται. Κι αναρωτιέσαι. Νιώθουν αυτοί οι άνθρωποι; Αισθάνονται; Έχουν έστω και για δείγμα την πιο μικρή αδυναμία;
Οι προσωπικότητες «δυναμίτες», με την αξιοζήλευτη προσήλωση στις επιδιώξεις τους, δεν είναι παρά άνθρωποι που μπροστά στην ορμή του έρωτα είναι καταδικασμένοι να καταστραφούν, όπως όλοι εμείς οι υπόλοιποι, οι κοινοί θνητοί. Ο έρωτας κανέναν δεν απαλλάσσει και κανέναν δεν εξαιρεί. Έρχεται ύπουλα, πισώπλατα, σε ανυποψίαστο χρόνο, γι’ αυτό είναι το μόνο συναίσθημα που μας κάνει όλους το ίδιο ευάλωτους. Το ίδιο εύθραυστους. Γιατί δε ρωτάει. Επιβάλλεται σαν σεισμός που τραντάζει κοσμοθεωρίες κι απομακρύνει ορίζοντες. Στα μάτια του, εξάλλου, δε διαφέρουμε μεταξύ μας. Τι ισχυρές κι αδύναμες προσωπικότητες; Στο πέρασμά του, όλοι –μηδενός εξαιρουμένου– σπάμε και γινόμαστε χίλια κομμάτια.
Η στιγμή που μας διαμελίζει ο έρωτας και μας σκορπίζει στο παντού και το πουθενά, είναι ίσως η μοναδική στιγμή που είμαστε πραγματικά αληθινοί. Αυτό που φαίνεται, αυτό είναι κιόλας. Γιατί οι μάσκες πέφτουν. Δεν μπορούν να στηριχθούν σε δακρυσμένα πρόσωπα. Και δε μένει παρά μόνο ο άνθρωπος, στην πιο ελαττωματική του μορφή.
Ανήμπορος, πρωτόγονος και σχεδόν αξιολύπητος. Προδομένος απ’ την ίδια του τη λογική, αντιμέτωπος με τον πόνο. Κι είναι πολύ περισσότερο αβάσταχτος για τον αποφασιστικό που μέχρι χθες, έκρυβε τα τρωτά του σημεία, βαστώντας γερά τα ηνία της ζωής του για να μπορεί να προσφέρει στους άλλους. Είναι πολύ περισσότερο αφόρητος για τη σκύλα που ποτέ κανείς δεν τη ξεγέλασε, πόσο μάλλον με τη συναίνεσή της.
Εν τέλει, όλοι ξέρουμε. Τι Θεός, τι άνθρωπος, στο «ντινγκ, λάμψη, θρύψαλα» είμαστε το ίδιο και το αυτό. Ευάλωτοι κι επιρρεπείς στην ανοησία. Κι αν δεν επιλέγουμε τη στιγμή που θα μας χτυπήσει την πόρτα ο έρωτας, επιλέγουμε όταν έρθει να τον ζήσουμε. Γιατί αυτή είναι η πραγματική αδυναμία μας. Αυτή είναι η αχίλλειος πτέρνα μας. Όσες φορές κι αν μας συνθλίψει, να περιμένουμε ψυχορραγώντας μέσα στη σιωπή, εκείνο το «τοκ-τοκ» που θα σημάνει τη στιγμή πως θα τα ζήσουμε όλα πάλι απ’ την αρχή.