Είχα βρεθεί και σε άλλες αγκαλιές προτού σε γνωρίσω. Πολλές ή λίγες τι σημασία έχει; Σε καμία δεν έμεινα. Σε καμία δεν κούμπωσα. Σε καμία δεν αισθάνθηκα να ανήκω όσο το αισθάνθηκα στη δική σου.

Ζήσαμε πολλά εσύ κι εγώ και όλα στον υπέρτατο βαθμό. Κάποια φυσικά τα διέγραψα αφότου βρήκα τη δύναμη να σου τα συγχωρήσω. Άλλα πάλι, όσο κι αν προσπάθησα να τα στριμώξω στο πίσω μέρος του μυαλού μου, επέμεναν να κάνουν εμφάνιση guest star στο πού και πού. Κι ακόμα επιμένουν.

Να, εκείνη τη φωνή που ωρυόταν ξέφρενη μέσα στο μυαλό μου και τα έβαζε με το χρόνο απαιτώντας επιτακτικά κι απελπισμένα να παγώσει, έστω και για λίγο, προκειμένου να παραμείνω λίγα δευτερόλεπτα παραπάνω στην ασφάλεια της φυλακής σου, δεν μπορώ να την ξεχάσω. Διότι διεκδικούσε το αδύνατο κι έτσι ήταν ο έρωτάς μας. Την είχε την υπερβολή του.

Το τέλος μας δε, ήταν άδοξο. Δεν ξέρω αν του άρμοζε ένα «άντε μου στο διάολο» και μια οριστική εξαφάνιση αλλά δεν έβρισκα τα γάντια ώστε να φερθώ αναλόγως. Και μεταξύ μας, ξέρεις πως δε θα το έκανα γιατί μας θυσίασες στο βωμό της απερισκεψίας σου. Ήσουν όλα όσα δε θα καταφέρω ποτέ να αποτυπώσω στο χαρτί κι εσύ στο σαμποτάζ. Να βάζεις τρικλοποδιά στην τρικλοποδιά νομίζοντας πως θα βρίσκεις πάντοτε το δρόμο της επιστροφής ανοιχτό. Το είχες το ψώνιο σου εδώ που τα λέμε. Ένας μικρός θεός. Ήσουν όμως ο δικός μου και το αποτέλεσμα δε στάθηκε στο ύψος των προσδοκιών σου.

Γι’ αυτό τα βράδια, σε όποια αγκαλιά και αν κοιμάσαι, θα γλιστράω στη σκέψη σου και θα με θυμάσαι. Γιατί αυτό που υπήρξε και εξακολουθεί μέσα μας να υπάρχει, θα κουβαλάει αδιάκοπα τη μοναδικότητα που εμείς οι ίδιοι του προσδώσαμε. Και θα είναι πάντοτε ασύγκριτο και άφταστο αφού ήμουν εγώ και ήσουν εσύ.

Θα σβήνεις το φως και το σώμα που δεν ξεχνά το αλάθευτο, θα αναγκάζει το μυαλό να φέρει στο χώρο τις μορφές μας να σε παρηγορήσουν. Έτσι όπως θα μπλέκονται η μία στην άλλη όμως, θα βλέπεις το ανεκπλήρωτο, βουβό, να αιωρείται στο κενό. Εκεί όπου πλέον υπάρχουμε κι εμείς.

Και θα πονάς. Όχι γιατί ήμουν αξεπέραστη. Ούτε επειδή τάχα δε θα σε αγαπήσει καμία όσο σε αγάπησα εγώ. Αλλά γιατί όταν τρύπωσα πρώτη φορά στην αγκαλιά σου, μόνος σου χάραξες μέσα της το όνομά μου, εγκλώβισες την παρουσία μου κι έκλεισες κάθε διέξοδο διαφυγής.

Θα με θυμάσαι, διάολε. Θα με θυμάσαι. Όπως ακριβώς σε θυμάμαι κάθε βράδυ κι εγώ. Κι ας είμαστε μακριά, σε ξένες αγκαλιές κι αλλότρια χέρια. Κι ας μην έχουμε καν γυρισμό αφού «το λουλούδι αυτό της καταιγίδας και, μ΄ ακούς, της αγάπης, μια για πάντα το κόψαμε και δε γίνεται ν’ ανθίσει αλλιώς…»*

Εσύ θα με θυμάσαι.

Εμένα που είχες, μα δεν έχεις πια.

* (απόσπασμα από το μονόγραμμα του Ελύτη)

Συντάκτης: Κωνσταντίνα Αρβανίτη