Δε θέλεις να δεις κόσμο απόψε. Δε θέλεις να γίνεις ένα με το πλήθος και να χαθείς μέσα στην οχλαγωγία όπως τόσοι και τόσοι κάνουν τα Σαββατόβραδά τους. Όχι. Εσύ θέλεις να τρέξεις. Μακριά και γρήγορα απ’ όλους και απ’ όλα. Να πάνε στα κομμάτια τα όνειρα εκείνα που έγιναν στάχτη και οι αναμνήσεις εκείνες που ακόμα σε βαραίνουν. Απόψε θα τηλεφωνήσεις. Απόψε έχεις ανάγκη μόνο εκείνον.
Το σηκώνει. «Έλα τώρα, σε χρειάζομαι» ξεφωνίζεις με φωνή τόσο επιτακτική που στην άλλη άκρη της γραμμής, δεν τίθεται θέμα επιλογής. Δεν περνάει πολλή ώρα κι ακούς το βουητό της μηχανής. Τρίζουν τα τζάμια απ’ το γρύλισμά της και χωρίς δεύτερη σκέψη κατεβαίνεις. Κάθεσαι δίπλα στον οδηγό, μα δεν του ρίχνεις ούτε ματιά.
«Ξεκίνα» του λες.
«Όπου μας βγάλει;» αποκρίνεται εκείνος. Μα ήδη ξέρει.
«Ναι, όπου μας βγάλει» ψιθυρίζεις.
Ο δρόμος δεν έχει ιδιαίτερη κίνηση. Κάποιοι μόνο διάσπαρτοι, που ένας Θεός ξέρει πού μπορεί να πηγαίνουν. Τι σημασία έχει; Εκείνος ελίσσεται ανάμεσά τους ανενόχλητος και πιάνει την αριστερή λωρίδα. Σταδιακά αυξάνει ταχύτητα. Δε φοβάσαι, αυτό θέλεις και φυσικά το γνωρίζει.
Επιτέλους ανασαίνεις. Οι εικόνες γύρω σου είναι συγκεχυμένες. Τίποτα δεν ξεχωρίζεις. Ούτε καν εκείνον. Υπάρχεις μονάχα εσύ κι ο εαυτός σου που σε κοιτά κατάματα μέσα απ’ το θολωμένο τζάμι. Δε χρειάζεται να δεις το κοντέρ. Το έχει τερματίσει. Ο χρόνος έχει παγώσει στην ευθεία κι εσύ επιτέλους αφήνεσαι. Νιώθεις ελευθερία. Γιατί δεν υπάρχει ούτε το παρελθόν ούτε το μέλλον να σε πνίγουν. Μόνο το «τώρα» και είναι τόσο ανεξέλεγκτο που το κορμί σου όλο ξυπνά. Κάθε σου κύτταρο είναι σε ετοιμότητα. Κάθε σου αίσθηση σε επαγρύπνηση και στις φλέβες σου ρέει σαν λάβα η αδρεναλίνη.
Ο αστάθμητος παράγοντας που πάντα καραδοκεί, δεν είναι παρά καταχωνιασμένος σε μία σκοτεινή γωνιά στο πίσω μέρος του μυαλού σου. Ανίκανος να σε κάνει να φοβηθείς, αρκετός, όμως, για να σε εξιτάρει. Τίποτα στη ζωή σου δε σου προσφέρει αυτήν την αίσθηση πια. Λες και ξαφνικά χάθηκε κάθε νόημα. Ο δρόμος, όμως, η ταχύτητα κι εκείνος στο τιμόνι, τα κάνουν όλα να φαίνονται διαφορετικά. Δεν είσαι πια η μία όψη του διαμαντιού. Είσαι το διαμάντι ολόκληρο και η λάμψη του σου ανήκει. Τίποτα δεν μπορεί να σε φθείρει. Τίποτα δεν μπορεί να σε λυγίσει. Ζεις.
Τότε μόνο συνειδητοποιείς πόσο ασήμαντα είναι όλα όσα σ’ έφεραν εξ αρχής στο σημείο να χάσεις τον μπούσουλα. Και ξαφνικά, γελάς με την καρδιά σου. Σχεδόν υστερικά. Γιατί πάλι ηττήθηκες από τις αδυναμίες σου σε όλα τα επίπεδα και πάλι χρειάστηκες την ασφάλεια εκείνου που κάποτε έδιωξες μακριά. Και όλα αυτά γιατί στην τελική;
Έτσι ήσουν ανέκαθεν, όμως. Έπρεπε για όλα να βρίσκεις λόγους και απ’ όλους, πάντα προτιμούσες εκείνους που σου έδινε εκείνος. Πως η ζωή πάντα θα αδικεί και πάντα θα δικαιώνει. Πως για όσα σου στερεί, άλλα τόσα θα σου προσφέρει. Και βιαζόσουν. Πρώτα να ξεχάσεις όσα σε πόνεσαν κι έπειτα να ξαναχτίσεις όσα είχαν γκρεμιστεί. Κι αφού τίποτα απ’ όλα δε συνέβαινε όπως το είχες φανταστεί και προγραμματίσει, πελάγωνες.
Εκείνος το ήξερε. Τι κι αν κάποτε τον έστειλες στο διάολο, τι κι αν του τσάκισες τον εγωισμό, τα έβαλε όλα στην άκρη και ήρθε σαν αστραπή. Γιατί σ’ αυτές τις μάχες, ήσασταν πάντα μαζί. Αυτός ο γκρουπιέρης κι εσύ ο παίκτης που για μάρκες πόνταρε την ίδια του τη ζωή.
Καθώς ο ορίζοντας απομακρύνεται, το τοπίο έχει πάρει και πάλι την αρχική του μορφή. Ανάβεις δύο τσιγάρα και καθώς ο καπνός ξεγλιστρά αργά από το στόμα σου, όλα πια είναι ξεκάθαρα στο μυαλό σου. Η αταξία είναι σε τάξη, όσο παράδοξος κι αν είναι ο τρόπος με τον οποίο το πέτυχες. Εξάλλου ο καθένας έχει το πάθος του και για ’σένα δεν είναι άλλο από τον άνθρωπο που κάθεται δίπλα σου. Γιατί ποτέ δεν ανέβηκε η αδρεναλίνη σου στα ύψη, όσο στις στιγμές που βρίσκεται αυτός εκεί. Στο πλάι σου. Χωρίς να απορεί και χωρίς να ξεστομίζει λέξη αφού ξέρει πως η παρουσία του και μόνο σου είναι αρκετή.
Για ποια ταχύτητα μου μιλάς λοιπόν; Καθώς παρκάρει κάτω απ’ το σπίτι σου, επιτέλους μπορείς να είσαι ειλικρινής. Η πρέζα σου είναι εκείνος και τη βγάζεις καθαρή αρκεί η δόση να είναι μικρή. Και το λίγο παραπάνω πάντα έφερνε την καταστροφή. Τη δική σου, όμως. Γι’ αυτό, ακόμα κι αν εκείνος είναι το «χτες» και το «αύριο», δεν είναι σίγουρα το «σήμερα». Όχι ακόμα, τουλάχιστον.
Καθώς ανοίγεις την πόρτα, γυρνάς και τον κοιτάς.
«Ίσως…» ψιθυρίζεις εσύ.
«Σε περιμένω» απαντά εκείνος.
Επιμέλεια Κειμένου Κωνσταντίνας Αρβανίτη: Πωλίνα Πανέρη