Τι θέλω; Τι ψάχνω; Τι θα με κάνει ευτυχισμένο άνθρωπο; Πολύ με βασανίζουν αυτά τα ερωτήματα τελευταία. Ίσως επειδή αν απαντήσω με το χέρι στην καρδιά στο καθένα απ’ αυτά, θα χρειαστεί να κάνω αλλαγές στη ζωή μου κι οι αλλαγές πάντα με τρόμαζαν. Με καθήλωναν. Προτιμούσα να κάνω υπομονή μέχρι ο κόμπος να φτάσει στο χτένι προκειμένου να λύσω σχέσεις, φιλίες και τα σχετικά. Προτιμούσα να βολεύω τους ανθρώπους παρά να τους δυσκολεύω με τις επιθυμίες και τα όνειρά μου. Πλέον, όμως, δεν αντέχω. Κουράστηκα. Εμείς οι δύο, πρέπει να μιλήσουμε.

Ποτέ δεν είσαι εδώ όταν σε θέλω. Πάντα κάτι προκύπτει, πάντα κάτι έχεις να κάνεις και δεν προλαβαίνεις, πάντα δεν αντέχεις από την κούραση. Ένα σωρό αιτίες για τις συσσωρευμένες απουσίες. Ξέρεις κάτι όμως; Αν ήθελες, θα μπορούσες. Τουλάχιστον θα προσπαθούσες. Θα έβρισκες το στοιχειώδη χρόνο και δε θα μ’ έβαζες μονίμως σε αναμονή. Δε θυμώνω με ’σένα όμως. Με ’μένα και την καταραμένη κατανόησή μου τα βάζω. Που όσο είναι σε λειτουργία, σκορπάω τον εαυτό μου κι αδειάζω με το λίγο του καθένα.

Αυτό που μ’ εξοργίζει περισσότερο είναι οι κούφιες υποσχέσεις που εξακολουθείς να δίνεις ενώ ξέρεις πως δεν μπορείς ν’ ανταπεξέλθεις. Το «θα» που τόσο εύκολα ξεστομίζεις για ένα αύριο που δεν πρόκειται ποτέ να έρθει. Με συγχωρείς, αλλά δεν πιστεύω σε κάτι που δεν υπάρχει καν. Τώρα είμαι εδώ, τώρα επέλεξες να είσαι μαζί μου, τώρα λοιπόν τα θέλω όλα. Εγωιστικά και παράλογα, παράφορα κι ολοκληρωτικά. Εσύ, όμως, αδυνατείς να συντονιστείς στο παρόν κι οι δρόμοι μας ποτέ δεν πρόκειται να συναντηθούν. Είμαι παιδί του σήμερα, δε φταίω. Λατρεύω τις στιγμές.

Πάντως να ξέρεις, δεν ήθελα πολλά. Εκτός κι αν το μεταμεσονύκτιο χάδι, το πρωινό άγγιγμα, τα ανάστατα σεντόνια κι οι πρωινές αγκαλιές, είναι κάτι το εξαιρετικό και όχι δεδομένο ανάμεσα σε δύο ανθρώπους που υποστηρίζουν ότι έχουν σχέση. Εγώ τουλάχιστον, θεωρώ ότι αυτά είναι ό,τι πιο απλό κι ουσιαστικό θα μπορούσαμε να έχουμε μοιραστεί. Αναβολή στην αναβολή, παράταση στην παράταση, ακόμα κι αυτό που κατάφερες να ξυπνήσεις μέσα μου, εξανεμίστηκε στον αέρα. Αναμενόμενο ήταν να συμβεί, γιατί ξαφνιάζεσαι τώρα; Αφού το άφησες στην τύχη του, έρμαιο, να αίρεται σε υποθετικές συναντήσεις, βόλτες και ταξίδια. Αλήθεια, πίστεψες ότι θα μπορούσα ποτέ εγώ να σ’ ερωτευτώ με τα λόγια που τάιζες τ’ αυτιά μου;

Ευθύνομαι, δε λέω. Γιατί σε βόλεψα. Στα εύκολα, τα ρηχά και τα απλά. Και τώρα δε σ’ έχω ανάγκη. Δε σε χρειάζομαι, ούτε μου λείπεις. Περισσεύεις στη ζωή μου ακριβώς όπως περισσεύω κι εγώ στη δική σου. Λες και δε συναντηθήκαμε ποτέ εμείς οι δύο. Λες και δεν ανταλλάξαμε ποτέ εκείνα τα βλέμματα που ένα βράδυ, απρόσμενα, έδωσαν τόπο στα παθιασμένα μας φιλιά.

Πριν φύγω, θέλω να ξέρεις πως το θέλησα πολύ. Το πάλεψα, ακόμα κι όταν κατάλαβα πως το λίγο που ζητούσα ήταν πολύ για ’σένα. Γιατί υπήρξαν στιγμές που πραγματικά ένιωσα να σε θέλω δίπλα μου. Όχι από αναγκαιότητα, ούτε κτητικά. Καθαρά από επιλογή. Εντέλει, κατάλαβα πως ορισμένοι άνθρωποι όσο κι αν θέλουν να φτιάξουν το γλυκό, αρκούνται στο να έχουν τη συνταγή. Κορνιζαρισμένη, προφυλαγμένη, μα σε απόσταση. Αν, όμως, δεν κάνεις χώρο, δε δώσεις χρόνο, δε θυσιάσεις λίγο από το «εγώ» για να ενισχύσεις το «εμείς», ξεκινάει αναπόφευκτα η αντίστροφη μέτρηση. Αυτό ακριβώς συνέβη και μ’ εμάς. Και τώρα, θέλω πίσω την ελευθερία μου.

Δεν είμαι εγώ για ’σένα. Δε θέλω τον κάλπικο τίτλο της σχέσης. Θέλω την παρουσία, τον έρωτα. Τον άνθρωπο εκείνο που θα με κάνει να θελήσω ξανά να αφεθώ, να δοθώ χωρίς περιστροφές και να δεσμευτώ, αφήνοντας στην άκρη την πολύτιμη ανεξαρτησία μου. Μου το χρωστάει η ζωή.

Εγώ την καρδιά μου, την άφησα ολόκληρη στο χτες και δεν μπορώ να την ξαναπάρω πίσω. Είναι ακριβώς εκεί που πρέπει. Εκεί όπου ανήκει. Ωστόσο, ίσως από αφέλεια, ελπίζω πως μια μέρα θα μπορέσω ν’ αποκτήσω μία καινούργια. Άφθαρτη κι ανέγγιχτη. Πρέπει λοιπόν να φύγω. Το οφείλω στον εαυτό μου να διεκδικήσω αυτό που θα με κάνει ευτυχισμένο άνθρωπο. Εύχομαι μόνο να με συγχωρέσεις που μέσα από σένα βρήκα τις απαντήσεις που αναζητούσα.

Ειλικρινά συγγνώμη. Πάω εγώ τώρα. Αυτό που νιώσαμε ήταν πολύ μέτριο για να μας κρατήσει μαζί.

 

Επιμέλεια Κειμένου: Πωλίνα Πανέρη

Συντάκτης: Κωνσταντίνα Αρβανίτη