Κάτι δεν πάει καλά. Στέκεται απέναντί μου άμορφος, ξεβιδωμένος. Μα πώς συνέβη αυτό τώρα; Πότε σταμάτησες να μοιάζεις στον όμορφο, ξεχωριστό εαυτό σου; Νιώθω σαν κάπου να έχω φταίξει κι εγώ. Πρέπει να τα μπέρδεψα κάπου στην πορεία της μετάφρασης· έπαιρνα την εικόνα σου σωστά, έτσι όπως έπρεπε κι ήταν, αλλά καθώς την αποκωδικοποιούσα εσωτερικά τελικά την άλλαζα κιόλας. Μα νόμιζα πως ήσουν όμορφος. Το είχα δει, το θυμάμαι, τότε στην αρχή. Έτσι δεν είναι; Έτσι δεν ήσουν;
Ήσουν ένας άνθρωπος συνηθισμένος. Είσαι σαν όλους μας. Όλοι έχουμε ζήσει και πριν συναντηθούμε. Αλληλεπιδρούμε, κάνουμε σχέσεις, κάνουμε ξεπέτες, ερωτευόμαστε, ξε-ερωτευόμαστε, ξενερώνουμε. Στο τέλος αυτών γνωριστήκαμε. Είναι τουλάχιστον αφελές να θεωρείς και να θεωρώ ότι πριν δεν ξέραμε τι πάνε να πουν όλα αυτά. Ο καθένας ζει. Το θέμα είναι πώς το διαχειρίζεται.
Να έχεις ζήσει πολύ. Να έχεις τόσες εμπειρίες που να σκάει το σώμα απ’ την πολυκοσμία. Να είσαι γεμάτος, αλλά πάντα να υπάρχει χώρος για το νέο. Να νιώθεις ευλογημένος που σου έμαθαν τόσα. Να τα έχεις φιλτράρει, να τα έχεις κρίνει, να έχεις δομήσει το δικό σου κώδικα απ’ αυτά. Να έχεις πάει τον εαυτό σου παραπέρα, γιατί τίποτα δεν αφήνεις στην τύχη, γιατί σε όλα βρίσκεις νόημα. Να έχεις φτάσει καλύτερος σ’ εμένα. Αυτό θα ήθελα. Ποτέ δεν ήταν έτσι.
«Έχω πάει με πολλές» λες. Γιατί όχι «έχω ζήσει πολλά ωραία»; Οι άνθρωποι δεν είναι «πολλές» και «πολλοί», είναι μόνο «ωραία». Η οπτική σου τα χαλάει, να ξέρεις. Άνοιξε-κλείσε την είχες την αγκαλιά σου. Εκεί που έχασες, όμως, ήταν στη θεωρία, στο πώς νοηματοδοτούσες τα μπες-βγες. Δε χάρηκες ποτέ τις εμπειρίες που σου χάρισαν. Δεν εκμεταλλεύτηκες τη γνώση που σου δόθηκε. Δεν έμαθες καθόλου τους ανθρώπους. Θα ‘θελα να ‘μουν από μια μεριά να σε δω πώς τους ζεις. Τους αφήνεις ποτέ να σε διδάξουν τι λογής πράμα είναι η ζωή;
Άνοιξε-κλείσε η αγκαλιά σου και τελικά χάλασε, όχι απ’ τις κοκόνες που έκλεινε μέσα της, αλλά απ’ την κακομεταχείριση που έδωσες εσύ στον ίδιο σου τον εαυτό. Με μια χαλασμένη αγκαλιά δεν μπορείς πια να κρατήσεις. Σου γλιστρώ και σου χάνομαι. Τα χέρια σου δε δένουν πουθενά πάνω μου. Πας να με μάθεις, χωρίς να με αγγίξεις. Δεν είναι έρωτας, χωρίς τη γνώση της αφής. Κι όταν σε πιάνει και παίρνεις φόρα πότε-πότε, σφίγγεσαι γύρω μου σπασμωδικά και σταματώ να παίρνω ανάσα, πονάς κι απωθείς.
Αυτή η συμπεριφορά σου θα μπορούσε άνετα να με είχε κολλήσει μαζί σου. Έχεις φτιάξει το τέλειο ερείπιο για μένα ν’ αναστήσω. Να νιώσω σημαντική, ότι σου άλλαξα τη ζωή, ότι θα έμενες για πάντα χαλασμένος χωρίς εμένα. Κατέχω τον τρόπο να ράψω τα χέρια σου ξανά στη θέση τους. Οι άνθρωποι σαν και του λόγου σου τα συνηθίζουν κάτι τέτοια. Σε κρατούν στην παρέα τους γιατί τους διασκεδάζεις, αλλά στην πραγματικότητα δεν έχουν καμία πρόθεση ν’ αλλάξουν τους τρόπους τους, πόσο μάλλον να επιτρέψουν σ’ εσένα να το κάνεις. Φορούν τότε τη χειριστική τους συμπεριφορά, σε κάνουν να νιώθεις ιδιαίτερα κι έτσι μένεις κι υπηρετείς την ψυχαγωγία τους.
Με κόβεις για εύκολο θύμα; Μην προσπαθείς να με πατρονάρεις. Εγώ δεν κάθομαι να λύσω τα ψυχολογικά κανενός. Αν χάλασες, κάτσε μόνταρε τον εαυτό σου και φτιάξ’ τον σαν καινούριο ρούχο. Εσύ σε κουβαλάς εξάλλου, όλη μέρα, μη μου φορτώνεις το βάρος σου. Η χαλασμένη σου αγκαλιά μ’ ενδιαφέρει μόνο να μην εφάπτεται της ζωής μου· οτιδήποτε άλλο δε με αφορά. Είμαι καλή στο να σε κατανοήσω και να σε νιώσω, όχι όμως και να σε διορθώσω.
Εγώ πριν έρθω στο ραντεβού μας, πλύθηκα, ντύθηκα, χτενίστηκα, έραψα τα μέτρα μου σωστά και νοικοκυρεμένα. Σε συνάντησα κυρία και δεν είχα τίποτα να ζητήσω από ‘σένα να μου κάνεις. Είχα μόνο σκοπό να σου δώσω την καλύτερη εκδοχή της παρέας μου για εκείνη την έξοδο. Απαιτώ το ίδιο κι από ‘σένα. Μη με περιμένεις ξανά κάτω απ’ το σπίτι μου, μην έρθεις να με πάρεις, μη μου χτυπήσεις ξανά το κουδούνι να μου πεις πως έφτασες, αν δε φροντίσεις πρώτα την εμφάνισή σου. Θέλω να ‘ρθεις περιποιημένος κι έτοιμος για ‘μένα. Αλλιώς μην κάνεις τον κόπο. Γύρνα σπίτι σου. Φτιάξε τα χαλασμένα σου. Φτιάξου.
Eπιμέλεια Κειμένου Μαίρης Ρήγα: Σοφία Καλπαζίδου