Ναι, την είδα από μόνη μου, τι θες; Έκανα σχέδια, μπήκα στο internet για τις ώρες προβολών, ντύθηκα μόνο γι’ αυτό, για να πάω στο σινεμά. Κατάφερα να σύρω μαζί μου κι έναν άλλον άνθρωπο. Άνθρωπο που διόλου δεν του αρέσουν αντίστοιχα θεάματα κι όμως ασυνόδευτη δεν έμεινα. Γιατί είμαι κολπατζού και καταφερτζού. Ενίοτε και γλυκατζού, άσχετα που δεν ταιριάζει παρά μόνο ηχητικά με τα προηγούμενα. Φτάσαμε στο ταμείο και στην ερώτηση τι θα δούμε απάντησα θαρρετά: «Δύο εισιτήρια για την καινούρια ταινία του Παπακαλιάτη, παρακαλώ.»

«Ένας άλλος κόσμος». Ένας άλλος κόσμος, πράγματι, αυτή η ταινία του. Σε σύγκριση με προηγούμενες δουλειές αυτή η τελευταία έχε περισσότερα επίπεδα ν’ αναδείξει. Δε μιλάει μόνο για καρδούλες και λουλουδάκια, αλλά σχολιάζει και κοινωνία, κρίση, οικονομία, μεταναστευτικό, δεσμούς οικογένειας.

Φτάνει πια με το στερεότυπο Παπακαλιάτη. Σταματήστε να βγάζετε φλύκταινες όλοι εσείς που αρρωσταίνετε στ’ άκουσμα του ονόματός του. Δε σημαίνει ότι επειδή ένας καλλιτέχνης επιλέγει να υιοθετήσει μια ταυτότητα, καθίσταται ανίκανος για άλλα πράγματα στη δουλειά του. Και στην τελική πού είναι το κακό να είσαι γλυκανάλατος; Ή κουλτουριάρης; Ή μέταλ τραγουδιστής, κωμικός ηθοποιός, ροκ κιθαρίστας; Όλοι το κάνουν, όλοι έχουν φτιάξει έναν κανόνα μες στον οποίο κινούνται καλλιτεχνικά.

Στον καινούριο αυτόν κόσμο του ο Παπακαλιάτης παρουσιάζει τρεις ερωτικές ιστορίες, τοποθετημένες στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία της κρίσης. Έχουν κοινό παρονομαστή ότι ο ένας από κάθε ζευγάρι είναι αλλοδαπός, ότι παίζουν σε τρία ηλικιακά ταμπλό, αλλά ότι τα αισθήματα και τα προβλήματα είναι για όλους τα ίδια. Στο τέλος οι τρεις ιστορίες κάπως συναντιούνται. Προβλέψιμο, αλλά μία ταινία είναι αυτή, σύνδεση έπρεπε να υπάρξει, αλλιώς θα έκανε τρεις αυτόνομες.

Έχει μέσα, και τι δεν έχει. Εγκαταλειμμένα αεροπλάνα, ανθρωποκυνηγητά, διαλυμένες οικογένειες που μένουν μαζί για το παιδί και συνειδητοποιούν στην πορεία ότι αυτό κάνει μεγαλύτερο κακό, εξωσυζυγικές σχέσεις, την Πλάκα (πάντα), one-night stand (του Παπακαλιάτη, πάντα), σούπερ μάρκετ (πού πας χωρίς χορηγό;), ένα σύστημα του οποίου είσαι μέλος αλλά τελικά σου γυρίζει μπούμερανγκ. Μέχρι και θανατικά. Τα έβλεπες να ‘ρχονται, απλώς πέφτανε τα στοιχήματα ποιον θα πάρει ο Χάρος, καθότι πολυάριθμο το καστ.

Η ισχυρότερη εντύπωση που μου άφησαν όλα αυτά είναι ότι ο Χριστόφορος έπαιξε safe. Είχε όντως πολλά πράγματα να πει η ταινία. Όμως ήταν όλα παρμένα από μια επικαιρότητα τόσο χιλιοσυζητημένη. Πουθενά δεν πρωτοτύπησε, πουθενά δεν είχε μια νότα που να σε κάνει να πεις «να, αυτό δεν το είχα σκεφτεί ξανά έτσι». Κινήθηκε μόνο με στανταράκια-σιγουράκια. Κατανοητό από μια πλευρά.

Ως δημιουργός εξασφαλίζεις ότι το έργο σου θα έχει απήχηση, όταν δίνεις στο κοινό υλικό με το οποίο είναι ήδη εξοικειωμένο. Απ’ την άλλη τα σιγουράκια φαίνονται ταυτόχρονα κλισέ. Και μετά έρχεται η συνειδητοποίηση ότι κλισέ είναι ο κόσμος στον οποίο ζούμε, αφού αυτόν πραγματεύεται η ταινία. Και μετά έρχεται η κατάθλιψη. Και μετά τρως λίγα νάτσος ακόμα και σου περνάει.

Ένα μπράβο, πάντως, του αξίζει. Μούλτι-κούλτι το καστ. Ήταν ένας Ισραηλινός, μια Ουγγαρέζα κι ένας Αμερικάνος με μερικούς Έλληνες. Ο Παπακαλιάταρος πρώτος και πάνω απ’ όλους. Χριστόφορος εδώ, Χριστόφορος εκεί, Χριστόφορος και παραπέρα· σκηνοθεσία, παραγωγή, σενάριο και δε συμμαζεύεται. Η Andrea Osvárt κι οι 175 πόντοι της απευθείας από Βουδαπέστη. Ο σγουρομάλλης Tawfeek Barhom που ζευγάρωσε κινηματογραφικά με την πρωτοεμφανιζόμενη Νίκη Βακάλη. Η απίστευτη Μαρία Καβογιάννη με τις απίστευτες ατάκες της. Μα πόσο ταιριαστοί ήταν με τον εκδότη της εφημερίδας που δούλευε ο Peter Parker, καλή του ώρα όπου κι αν βρίσκεται. Ο ταλαντούχος J.K. Simmons κλείδωσε το Oscar και τη Χρυσή του Σφαίρα στο ντουλάπι και πήρε το βαλιτσάκι του για Ελλάδα. Μέχρι κι έναν συγχωρεμένο κατάφερε να έχει στην ταινία του· ο Μηνάς Χατζησάββας έφυγε λίγο καιρό προτού κυκλοφορήσει.

Πού τους βρήκε, ας πούμε, όλους αυτούς; Πήγε, για παράδειγμα, μια μέρα στον μπακάλη και πετυχαίνει τον παππού. «Έλα, βρε Τζέι Κέι Σίμο, καλά; Πού ‘σαι…έχω ένα ρόλο στα μέτρα σου, αν σ’ ενδιαφέρει, πέρνα απ’ το σπίτι το απόγευμα να τον πάρεις.» Φαντάσου ότι αυτοί κάποια στιγμή βγήκαν όλοι μαζί για ποτό.

Βέβαια, το μεγαλείο του το έδειξε, πιστεύω, όταν ανακοινώθηκε ότι σπρώχνεται εξαιτίας του η κυκλοφορία του Star Wars VII μία βδομάδα μετά την πρώτη προβολή των άλλων χωρών. Γκρίνια, μιλάμε, από παντού. Σάλος στην ελληνική geek κοινότητα. «Τι πράματα είναι αυτά» κι «αν είναι ποτέ δυνατόν». Τι να σου πω, εμένα δε με χάλασε κιόλας. Τα είδα και τα δύο με τη σειρά τους και γούσταρα πολύ. Δε συγκρίνω, γιατί δεν ανήκουν στο ίδιο είδος, απλώς λέω ότι δε θέλει πολλά ο άνθρωπος, για να είναι ευτυχισμένος· παχύ χαλί, παχύ βούτυρο στα ποπ κορν και παχύ μουστάκι τσένταρ απ’ τα νάτσος. Δώσε στο λαό σου σινεμά, όπως δίνεις στα πιτσιρίκια γλειφιτζούρι και τα κρατάς απασχολημένα.

Εγώ μια φορά το είδα και μ’ άρεσε. Δε δίνω άδικο στον κόσμο που έμεινε με μάλλον θετικές εντυπώσεις απ’ τη νέα κινηματογραφική προσπάθεια του Παπακαλιάτη. Αν πάλι τόσο φαν δεν είσαι ώστε να συρθείς μέχρι το σινεμά γι’ αυτήν, τότε δεν έχεις να κάνεις τίποτε άλλο παρά να περιμένεις να κυκλοφορήσει κι εκτός των αιθουσών, για να τη δεις στο σπίτι σου. Είδες, εγώ κυρία ήμουν, ούτε ένα spoil δεν έκανα. Φύλαξα ατόφια την απόλαυση για ‘σένα.  

 

Επιμέλεια Κειμένου Μαίρης Ρήγα: Πωλίνα Πανέρη

Συντάκτης: Μαίρη Ρήγα