Είμαι περίεργος άνθρωπος. Το χώρο και το χρόνο μου τα κοστολογώ ακριβά, γι’ αυτό κι ελάχιστοι ήταν εκείνοι που μπόρεσαν να τ’ αποκτήσουν κι αυτό για λίγο. Δε γίνομαι χαλί να με πατήσεις. Δεν παίζω με τους όρους κανενός. Εγώ βάζω τους όρους κι αν θες ακολουθείς. Που θες. Είμαι περίεργος άνθρωπος. Δυσκίνητος. Ανυποχώρητος.
«Ή έτσι θέλεις να λες», θα μου αντιγυρίσεις. «Δε σε είδα να δυσκολεύεσαι καθόλου μαζί μου.»
Αν ήταν άλλος, τώρα θα δοκίμαζε το μένος του θυμού μου. Θ’ άνοιγα την πόρτα και θα του έδειχνα με το δάχτυλο τα σκαλιά. Αν αμφισβητείς το χαρακτήρα μου, σημαίνει ότι δεν καταλαβαίνεις πραγματικά. Θα έκλεινα τα μάτια και θα μέτραγα από μέσα μου ένα-ένα τα βήματα στη σκάλα να κατεβαίνουν. Δεκαπέντε. Θα περίμενα ν’ ακούσω και την έξοδο να κλείνει. Αφού σιγουρευόμουν ότι έφυγε για τα καλά, μετά θα έπαιρνα ξανά ανάσα.
Αλλά είσαι εσύ κι είναι τα δικά σου λόγια κι είναι το δικό σου περιπαιχτικό υφάκι. Και τα λατρεύω όλα. Κι έχεις δίκιο. Και το λατρεύω κι αυτό. Από πάνω ως κάτω είσαι όλος μια έμπνευση. Μου εμπνέεις τάσεις φυγής. Όχι απ’ εσένα. Προς εσένα. Ο τόπος, όποιος κι αν είναι αυτός, χωρίς εσένα μέσα, δε με χωράει. Σε θέλω μέσα του. Δίπλα μου. Έρχομαι!
Ξεκίνησε ως κάτι ασήμαντο κι αθώο. Την πρώτη φορά που το είπα ήμουν σπίτι μου κι ήσουν σπίτι σου. Με είχες πάρει τηλέφωνο. Ήθελες να βρεθούμε. Εσύ θα ερχόσουν σ’ εμένα· αυτονόητο. Τα πενήντα τετραγωνικά του σπιτιού μου, ένα προς ένα, είναι ο χώρος μου, ιερό κι αρχηγείο μου. Το όχι σου ήρθε κατηγορηματικό και μου τρύπησε τ’ αυτί. Μου έταξες δείπνο απ’ τα χέρια σου, γεμάτη μπανιέρα, αναμμένα ρεσώ, ακριβό κρασί, πρωινό χουζούρι αγκαλιά και μου το έκλεισες στη μούρη. Σε δέκα λεπτά ήμουν στην πόρτα κι ενώ κλείδωνα, παράλληλα πληκτρολογούσα: «Έρχομαι.»
Μετά απ’ αυτό το θράσος σου δε γνώριζε όρια. Τα είχες καταφέρει ήδη μία φορά κι αποφάσισες να με σπρώξεις στ’ άκρα. Μ’ έβγαζες σταδιακά και προσεκτικά απ’ τη ζώνη ασφάλειάς μου και κάθε φορά έφτανα πιο μακριά για σένα.
«Αγάπη, αυτό το σαββατοκύριακο φτιάχνεις βαλίτσα, πάμε διημεράκι.» Κρατήθηκα πολύ να μην αντιδράσω. Όμως, είχες το χέρι στο λαιμό μου κι η φλέβα μου άρχισε να κλοτσάει· είχες το βλέμμα στα μάτια μου κι είδες τις κόρες μου να διαστέλλονται. «Κοίτα, με ή χωρίς εσένα, εγώ θα πάω. Θα προτιμούσα μ’ εσένα, αλλά αν δε θες να το κάνεις, μπορείς να μην έρθεις.»
Δε θέλω. Σε θέλω. Μαζί σου όλα τα θέλω. «Έρχομαι.»
Έχω συμφιλιωθεί πια μ’ αυτή την εικόνα του εαυτού μου. Του εαυτού που υποχωρεί. Που συμβιβάζεται. Που κάνει ουσιαστικό χώρο για άλλον έναν άνθρωπο πλάι του. Που νοιάζεται τόσο ώστε να διεκδικεί, να κυνηγάει, ν’ ακολουθεί αυτό που θέλει. Που ίσως τελικά και ν’ αγαπάει. Που, πάνω απ’ όλα, γουστάρει αυτόν το νέο εαυτό.
Κι αν οι συνθήκες τα φέρουν έτσι ώστε να ζούμε πλέον μακριά, ωστόσο δε θα ζούμε χωριστά. Είμαι ο τελευταίος άνθρωπος που θα ευχόσουν να το ζήσεις αυτό μαζί του· απομακρύνομαι εύκολα, δένομαι δύσκολα και δε θυσιάζω για τον άλλον. Είσαι ο πρώτος άνθρωπος που μ’ έκανε να θέλω ν’ αναθεωρήσω. Έτσι, τις μισές φορές θα γίνομαι ο προορισμός σου, τις άλλες μισές θα γίνεσαι ο προορισμός μου.
Να ξέρεις, ωστόσο, όχι για πολύ. Δε θα ‘θελα να ζούμε έτσι. Δε θέλω το «μαζί» μας να το κακομεταχειριζόμαστε. Του αξίζει να το ζούμε μέσα στα ίδια τετραγωνικά, σαν παιδί που θέλει ένα σπίτι για να μεγαλώσει ισορροπημένα. Τις ίδιες σκέψεις θα έκανες κι εσύ, είμαι σίγουρη. Αν, όμως, δεν μπορούσες να τις κάνεις πράξη, θα τις έκανα εγώ.
Αλλάζω σπίτι, αυτοκίνητο, αλλάζω χώρα κι έρχομαι να σε βρω. Είτε το σενάριο είναι υποθετικό είτε πραγματικό, εγώ ξέρω πια πώς τη θέλω τη ζωή μου. Κι αν δεν κρατήσουμε για πάντα, δε μετανιώνω το ταξίδι. Όπως ήρθα, έτσι θα φύγω· ο έρωτας είναι δρόμος που πας κι έρχεσαι.
Γι’ αυτό σου λέω, άφησε το φως στην εξώπορτα ανοιχτό και το κλειδί κάτω απ’ το χαλάκι. Δε χρειάζομαι υποδοχή. Θα μπω ήσυχα, θα βγάλω τα ρούχα, θα ξαπλώσω δίπλα στο ήρεμο ζεστό κορμί σου και θα ‘ναι σαν να γυρίζω σπίτι.
Το φως μην ξεχάσεις. Έρχομαι!