Ξέρεις πώς είναι να διευθύνεις μια επιχείρηση; Να κερδίζεις υποθέσεις; Ξέρεις πώς είναι να έχεις το δικό σου μαγαζί, να μαγειρεύεις το δικό σου φαγητό, να πλένεις τα ρούχα σου; Ξέρεις πώς είναι να ξυπνάς μόνος σου το πρωινό που πας να δώσεις μάθημα; Να πληρώνεις τα κοινόχρηστα και να βγάζεις πρωί και βράδυ εσύ το σκύλο βόλτα; Αν ξέρεις, πάει να πει πως η ζωή σου είναι δική σου. Ζεις μόνος κι ανεξάρτητος. Ο δυναμισμός σου είναι με τα όλα του, να τον έχεις να τον χαίρεσαι.
Κάποτε την ασφάλεια της οικογένειας τη βαριέσαι. Είσαι επιμελώς και προσεκτικά τυλιγμένος μ’ εκείνα τα πλαστικά προστατευτικά με τις φουσκίτσες. Γι’ αυτό τις έχουν κάνει τόσο εθιστικές να τις σκας, για να γίνεται η απελευθέρωση απ’ αυτές δύο φορές πιο διασκεδαστική.
Όλα αυτά τα χρόνια οι γονείς, στρατιωτάκια και δε σου έλειψε τίποτα. Κι όμως εσύ διψάς. Διψάς για έρωτα, για νέο σπίτι, για νέες πόλεις. Και πεινάς. Θες να φας τη ζωή με το κουτάλι – ή και τα σκατά. Το μενού αποφασίζει ο μάγειρας. Το κυνηγάς το χρήμα· εκείνο που βγάζεις μόνος σου. Γίνεσαι αιμοδιψής· θες να φτύσεις αίμα για ν’ αξίζουν τα λεφτά σου.
Πιάνεις τότε ό,τι έχεις ζήσει από ζωή και το βιντεοσκοπείς ξανά. Το κάνεις ένα ριμέικ. Αφού γίνει όπως το θες, παίρνεις παραμάσχαλα μια σακούλα τσιπς, ανοίγεις μια κόκα-κόλα, το αφήνεις να παίζει κι αράζεις.
Παίζεις εσύ και το κάνεις με τον τρόπο που σ’ αρέσει. Ο ήρωάς σου είναι ανεξάρτητος, είναι δυναμικός, ξέρει τι θέλει. Βάζει κάτω τα θέματα και τα λύνει μόνος του, απ’ το ότι τελείωσε το γάλα στο ψυγείο μέχρι το πώς θα παρουσιάσει το τελευταίο πρότζεκτ στη δουλειά. Τον βλέπεις να τα καταφέρνει και γουστάρεις. Βγαίνει με τις παρέες του για ποτό, κοινωνικοποιείται. Δημιουργεί σχέσεις όποτε θέλει και με συστατικά του δικού του γούστου. Αποφασίζει ότι χρειάζεται δύο μέρες μακριά απ’ όλα ή παίρνει τρεις μέρες να κάνει διακοπές.
Μέχρι που φτιάχνει βαλίτσα. Και βάζεις μέσα τις φλις πιτζάμες και τις μάλλινες κάλτσες με τ’ αυτάκια που φόραγες στο σπίτι του μπαμπά και της μαμάς. Προορισμός: Παιδικό δωμάτιο. Τα χιλιόμετρα λες και φυσάνε από πάνω σου ένα-ένα τα ενήλικα χαρακτηριστικά σου. Ώσπου να παρκάρεις μπροστά στην πόρτα του σπιτιού έχεις γίνει ξανά πουλάκι.
Το προσωπικό σου κλειδί για το σπίτι σας είναι το τελευταίο σημάδι της ανεξάρτητης ζωής σου. Ανοίγεις την πόρτα μόνος σου, αλλά άπαξ κι αφήσεις το σάκο κάτω είναι σαν ν’ άφησες τη σχολική τσάντα μετά από μάθημα. Τα κλειδιά ασφαλίζονται καλά στην τσέπη και δε θα ξαναβγούν παρά τη μέρα που θα φεύγεις. «Μαμά, τι θα φάμε;»
Μετά το φαγητό, παίρνεις μια κούπα καφέ, φοράς τις κάλτσες με τ’ αυτάκια και χουχουλιάζεις στη γωνία στον καναπέ. Η μαμά σου δήθεν τυχαία σφηνώνεται δίπλα σου κι αρχίζει να σου χαϊδεύει τα μαλλιά. Ο μπαμπάς προφασίζεται κάτι δουλειές, που συμπτωματικά προέκυψαν και διακριτικά την κάνει και μένετε μόνες σας.
Αρχίζει το κους-κους. Η ξαδέρφη σου αυτό, η παλιά φιλενάδα σου το άλλο, πώς πάει η δουλειά, πώς είναι αυτός ο καινούριος που έχεις, γιατί το ‘χει μυριστεί, τι την πέρασες. Ο μπαμπάς συνήθως επιστρέφει βραδάκι (για καφέ είχε πάει, να δεις) κουβαλώντας ζεστές πίτσες σε ξυλόφουρνο.
Το βράδυ είναι μια υπόθεση από μόνο του. Ξαπλώνεις στο παλιό σου κρεβάτι και τραβάς τα σκεπάσματα μέχρι τη μύτη. Ρουφάς δυνατά. Μόνο η μαμά ξέρει να κάνει το απορρυπαντικό να μυρίζει μανουλίτσες. Στριφογυρίζεις και σκεπάζεσαι από παντού, έτσι μπορείς να κοιμηθείς ως κι εικοσιτετράωρο.
Ξυπνάς και συνειδητοποιείς ότι δεν έχεις να πας δουλειά κι είσαι σπίτι σου και δεν έχεις ούτε σχολείο. Ούτε Χριστούγεννα να ήταν τέτοια ευτυχία. Ανοίγεις τα μάτια στους ήχους των παιδικών σου αναμνήσεων. Κατσαρολικά και ντουλάπια να χτυπάνε στην κουζίνα, πρωινάδικο να παίζει κι ο ήχος απ’ το φλιτζάνι του ελληνικού που μόλις ακούμπησε ο μπαμπάς στο πιατάκι. Όλα στο mute, το παιδί έχει ανάγκη από ύπνο, μην το ξυπνήσουνε πριν χορτάσει.
Μυρίζεις ήδη το φαγητό στο φούρνο, ακόμα δε σηκώθηκες κι η κοιλιά γουργούρισε. Στο σαλόνι το after shave του μπαμπά κι η nivea απ’ τα χέρια του. Του σκας ένα φιλί που δεν τσιμπάει. Το πρωινό περιλαμβάνει κουλουράκια, κέικ, μέλια, τοστ και μαρμελάδες – μόνο αυγά με μπέικον που δε σου έκανε, σε λίγο είναι έτοιμο το μεσημεριανό, θα στρώσει τραπέζι.
Αν κάνεις να βγεις απ’ το σπίτι κι αργήσεις, πέφτει τηλεφώνημα πού είσαι και με ποιους. Θα μείνουν ξύπνιοι και θα περιμένουν στο σαλόνι να γυρίσεις κι ας έχεις πάει με το δικό σου αμάξι κι ας γυρνάς αξημέρωτα όποτε σου κάνει κέφι, όταν είσαι μακριά τους. Στο σπίτι σου είσαι παιδί.
Στο σπίτι σου νιώθεις παιδί. Έχει ωραίες μυρωδιές, ζέστη και φαγητό. Αγκαλιάζεις κι αγκαλιάζεσαι, βλέπεις ελληνική ταινία τα βράδια. Δεν κάνεις δουλειές. Δεν έχεις δουλειά. Δεν έχεις ευθύνες, δική σου καθημερινότητα, απλήρωτους λογαριασμούς. Έχεις ρολά κατεβασμένα.
Μέχρι να σηκώσεις το σάκο σου, να βγάλεις τα κλειδιά απ’ την τσέπη και να μπεις στ’ αμάξι. Προορισμός: οι κανονικοί σου ρυθμοί. Φεύγεις απ’ τους γονείς σαν ενήλικας, αλλά χαμογελάς σαν παιδί.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη