Την ξέρεις αυτή την αίσθηση; Που ξυπνάς ξεκούραστος με το πάπλωμα πάνω απ’ το κεφάλι με μόνη τη μύτη να εξέχει για αέρα. Κι είναι ζεστά, πόσο ζεστά και μαλακά κι άνετα κι η ζωή σου είναι πανέμορφη γι’ αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα. Χαμογελάς κι εκτός απ’ το έξω σου ζεσταίνει και το μέσα σου. Την αίσθηση αυτήν την ξέρεις;

Εμείς οι άνθρωποι είμαστε φάρα μυστήρια μερικές φορές. Έχουμε ένα κεφάλι γεμάτο εγκέφαλο και πάλι έρχονται φορές που δεν τον χρησιμοποιούμε ούτε καν για να συλλάβουμε τ’ αυτονόητα. Έχεις σκεφτεί ποτέ ότι η χαρά του να δίνεις διαρκεί περισσότερο απ’ αυτή του να παίρνεις; Το νιώθουμε στο πετσί μας κι όμως δεν το διαπερνά για να φτάσει στο κεφάλι κι εκεί να γίνει αξίωμα. Γιατί περί τέτοιου πρόκειται· να δίνεις, ικανοποιεί περισσότερο.

Εκείνη ευτυχώς το κατάλαβε νωρίς. Τα Χριστούγεννα, που στην οικογενειακή ανταλλαγή δώρων κάθισε κι έφτιαξε παιδικές χειροποίητες κάρτες για κάθε έναν χωριστά. Δεν ήθελε να είναι απλώς το μικρό, που ξέρει μόνο να περιμένει τα δώρα. Ήθελε οι μεγάλοι να την παίξουν επί ίσοις όροις. Τότε είδε για πρώτη φορά ότι η ευτυχία τους ήταν ανεκτίμητη κι αποφάσισε ότι θέλει να το ξανακάνει και πλέον για όλους.

Imagine all the people να έδιναν με το ίδιο πάθος. Θα σήμαινε αυτόματα ότι κι όλοι θα έπαιρναν αντίστοιχα. Αντίο ανέχεια, οικονομική και κοινωνική κρίση. Η λύση δε βρίσκεται σε λεφτά, δεσμεύσεις κι ανόητες πολιτικές παπαρίτσες· η λύση είναι ατομική κι είναι τόσο ηλίθια απλοϊκή που καταλήγει ευφυής.

Δώσε στον αδερφό σου συμπαράσταση, που στο ένα χέρι κρατάει το ένα μωρό και στο άλλο το δίδυμο αδερφάκι του. Στη μαμά σου μια βόλτα για καφέ, για να της δείξεις ότι δεν έχεις πάψει να είσαι το μικρό της που τη χρειάζεται. Στην αδερφή σου μια γνήσια κοριτσίστικη κουβέντα, που έχει πήξει σπίτι-δουλειά, δουλειά-σπίτι. Στο φίλο σου ένα αφοσιωμένο αυτί και μια ειλικρινή γνώμη. Στον τύπο που γνώρισες πριν μία βδομάδα την αποδοχή και το χρόνο σου, για να ξεδιπλωθεί μπροστά σου αφήνοντάς σε να περάσεις στα ενδότερα διαμερίσματα της εμπιστοσύνης του.

Δώσε το χάρισμά σου στον κόσμο. Αν λες καλά παραμύθια, σύρε κράτα συντροφιά σε εγκαταλειμμένα παιδάκια. Αν επικοινωνείς καλύτερα με τη φύση, αμολήσου στα βουνά και φύτεψε δεντράκια ή στους δρόμους και φρόντισε αδεσποτάκια. Αν αγαπάς βαθιά τη ζωή  –τη δική σου και των άλλων–  τρέχα να ταΐσεις άστεγους, να πάρεις ζεστές αγκαλιές μουσκεμένα προσφυγόπουλα ή να σφίξεις το αδύναμο ηλικιωμένο χέρι αυτού, που κάποιου παππούς είναι, μα είναι σαν να μην υπάρχει. Γίνε κοινωνός του προβλήματος που από τύχη απέφυγες. Γίνε η κοινωνία που θα ‘θελες να έχεις. Γίνε εθελοντής.

Δώσε· στον άνθρωπο που κάθεται απέναντί σου και σε κοιτάζει να διαβάζεις με το laptop αγκαλιά. Που ρουφάει το καφεδάκι του και σε χαζεύει να πληκτρολογείς χαμένος στη σκέψη σου. Που σε σκεπάζει το βράδυ και χαϊδεύει τα κλειστά σου βλέφαρα, όταν νομίζει ότι έχεις κοιμηθεί και δεν καταλαβαίνεις. Που σου κράτησε το χέρι για να περάσετε το δρόμο στο πρώτο ραντεβού ή για να περάσετε μαζί τη δυσκολία στη δουλειά σου ή για να περάσετε συντροφιά το υπόλοιπο των ζωών σας. Σ’ όποιον άνθρωπο κι αν βάζεις στο κρεβάτι σου τα βράδια μην αμελείς να δίνεσαι, για όσο δεν ξοδεύεσαι.

Δίνε χρόνο. Ποσοτικά ή ποιοτικά, ό,τι διαθέτει ο καθένας, δε θα τα χαλάσουμε εδώ. Δίνε κομμάτια προσωπικότητας. Μόνο αν δεν έχεις, φοβάσαι μην τελέψει. Δίνε ενδιαφέρον. Τι κι αν αύριο γίνετε δύο ξένοι, ωστόσο σήμερα είναι άνθρωπος δικός σου κι έχει υγεία, δουλειά, ζόρια, ψυχούλα.

 Δίνε τρυφερότητα. Η αγκαλιά είναι πρωτογενής ανάγκη, όποιος κι αν είσαι. Τι στα κόλλησε τα χέρια δίπλα στο στήθος ο δημιουργός σου; Για να κρέμονται άνευρα και περιττά πλάι στον κορμό σου; Για ν’ αγκαλιάζεις στα ‘δωσε, να βουτάς ανθρώπους και να τους βάζεις πάνω στην καρδιά σου να τους κλοτσήσει η αγάπη. Δίνε συναίσθημα. Με λογική κανένας δεν ψήλωσε, όλα τα φαγητά των μανάδων μας μ’ αγάπη ήταν καμωμένα.

Μη με κοιτάς αηδιασμένα. Θαρρείς πως αν τα κάνεις όλα τούτα γίνεσαι μαλάκας; Πες το όπως θες. Αν σε βολεύει περισσότερο, μπορείς να το λες και ζαμπονοκασερόπιτα. Να μυρίσει όλος ο τόπος σφολιάτα και βούτυρα. Εμένα σαν ευτυχία μου ακούγεται αυτό.

Δώσε από ‘δω, δώσε από ‘κει, στο τέλος τι μένει; Καρδούλα μου, στο είπα ότι τον εγκέφαλο μας τον έδωσαν για μόστρα, δε στο είπα; Αυτό που διαφεύγει σ’ εμάς τους ανθρώπους είναι πως για να δώσουμε, προϋποτίθεται ότι έχουμε. Δεν καλύπτουμε κενά έτσι, γιατί πώς ν’ αντλήσεις από άδειο πηγάδι; Μόνο με απόθεμα λειτουργεί το σκηνικό. Οι άνθρωποι που προσφέρουν είναι αέναες πηγές ενέργειας. Είναι ήλιοι.

Πάντως, αν κάνεις να δώσεις με σκοπό να πάρεις αντάλλαγμα, κάπου έχεις καταλάβει λάθος. Η προσφορά για να δουλέψει, ζήτηση θέλει, όχι αντιπαροχή. Αν έτσι ήταν τα πράγματα, μονίμως η χαρά μας θα ήταν δέσμια. Δέσμια των άλλων και κατά πόσον θα ήταν πρόθυμοι να μας αντιγυρίσουν το δώρο. Δεν ελέγχεται το αν θέλει να σου δώσει ο άλλος. Ελέγχεται, όμως, το πόσο δίνεις εσύ. Κι αυτό μπορείς να το κάνεις χωρίς περιορισμό και κάπως έτσι είσαι αποκλειστικά υπεύθυνος για την ικανοποίηση που τελικά επιφυλάσσεις στον εαυτό σου.

Κάθε φορά, λοιπόν, που κάπου δίνεσαι, μια ζεστασιά τυλίγει το έξω σου, χαμογελάς και ζεσταίνει και το μέσα σου. Είναι όπως όταν ξυπνάς ξεκούραστος με το πάπλωμα πάνω απ’ το κεφάλι με μόνη τη μύτη να εξέχει για αέρα. Η ζωή μπορεί να γίνει πανέμορφη για περισσότερο από μερικά δευτερόλεπτα. Την ξέρεις αυτή την αίσθηση;

 

Επιμέλεια Κειμένου Μαίρης Ρήγα: Πωλίνα Πανέρη

Συντάκτης: Μαίρη Ρήγα