Ξέρεις, τον αγαπάω. Τον άνθρωπό μου, τον αγαπάω. Είναι από εκείνες τις αγάπες που κάθονται ψηλά πάνω απ’ το στομάχι, να μην μπορείς να φας, κάπως ανάμεσα στο στήθος, να μην μπορείς ν’ ανασάνεις, πιάνουν λίγο λαιμό, να μη βγαίνει η φωνή κι ανεβαίνουν μέχρι τα μάγουλα, να κοκκινίζουν. Βάζω το χέρι πάνω απ’ την καρδιά, ακριβώς εκεί που χτυπάει το συναίσθημα, ακριβώς εκεί που πρέπει για να σου ορκιστώ , να με πιστέψεις γι’ αυτό που σου λέω.

Είμαι καλά, ρε ‘συ. Και τι μου λείπει; Ο πόθος; Μου φταίνε όλα, αν περάσουν τρεις μέρες χωρίς να συναντηθούμε. Η ασφάλεια; Τόσο ήσυχα είχα να κοιμηθώ απ’ όταν έμενα με τη μαμά και τον μπαμπά μου. Η ίντριγκα; Όλη την ώρα τσιγκλάμε τα μυαλά μας και τα βάζουμε να παίξουν. Ο σεβασμός; Δεν υπάρχει άλλος Θεός, μόνο οι επιθυμίες κι οι επιλογές του καθενός μας.

Η σχέση μου είναι πλήρης, σαν την κρέμα γάλακτος για σαντιγί. Και τρούφα με κερασάκι. Ψάξαμε πολύ ο ένας τον άλλο μέχρι που βρεθήκαμε. Τη φτιάξαμε τη σχέση μας όπως τη θέλαμε. Με τα πρωινά χουζούρια στο κρεβάτι, με το σεξ στη μέση της νύχτας, όταν ξυπνάμε με τα σώματα να ψάχνονται ασυναίσθητα, με τα ταβερνάκια με καλτ μουσική, παρόλο που τσουγκρίζουμε με αναψυκτικό γιατί είμαστε φλώροι κι οι δύο.

Με τα φαγητά που μαγειρεύουμε παρέα, γιατί μ’ αρέσει που μ’ αγκαλιάζει από πίσω όταν κόβω σαλάτα και μου μαζεύει τα μαλλιά απ’ το πρόσωπο, όταν τα χέρια μου είναι βουτηγμένα στ’ αλεύρι. Με τις φωνές όταν ζηλεύει τα βλέμματα στα μπαρ και τις γκρίνιες όταν μου κλείνει το τηλέφωνο γιατί έχει δουλειά.

Αλλά έχω μία μέρα που πάει αλλιώτικα. Ξυπνάω πιο νωρίς και φεύγω αθόρυβα απ’ το κρεβάτι που μοιραζόμαστε. Πίνω την πρώτη γουλιά στο μπαλκόνι κι ο ήλιος κρεμιέται απ’ τα κάγκελα. Σφίγγω κι άλλο τα χέρια στο πουλόβερ μου κι ανατριχιάζω. Δεν είναι η ψύχρα απ’ το ξημέρωμα. Είναι η μέρα που πρόκειται να ξεκινήσει.

Τότε θυμάμαι όλο το παρελθόν. Ανακαλώ εκείνους τους ανθρώπους που με προσπέρασαν και με ξεπέρασαν. Δεν ξέρω γιατί αυτή τη συγκεκριμένη μέρα. Μάλλον γιατί τους πιο βαρβάτους χωρισμούς μου τους κανόνισα την ίδια εποχή πάνω-κάτω. Να κλαίω πάνω απ’ τα σπασμένα γυαλιά με ίδιο καιρό, με τα ίδια outfit.

Δε βγαίνει τίποτα προς τα έξω. Είναι μια διαδικασία εσωτερική, μια ιδιόμορφη προσωπική τελετουργία που συντελείται μυστικά κι υπόγεια. Η διάθεσή μου πέφτει λίγο μόνο, λίγο θα ταξιδεύει ο νους, αλλά αν θα με ρωτήσουν, θα πω ότι μ’ έριξε ο καιρός, ότι δεν έπαθα και τίποτα. Θ’ αποτραβηχτώ απ’ τον κόσμο και θα ζητήσω να μείνω με τη σκέψη μου. Θέλει ησυχία το παρελθόν, είναι ευερέθιστος επισκέπτης.

Όλες τις άλλες μέρες ζω, αυτή τη μία μέρα θυμάμαι. Δε νοσταλγώ, δεν κατηγορώ, δεν ονειρεύομαι αλλιώτικες εκβάσεις. Και το συναίσθημα αυτό τ’ αφήνω ν’ αναπνεύσει, να ζωντανέψει, να μεγαλώσει όσο πάει, για να μ’ αφήσει στο τέλος από μόνο του, όταν τελειώσει ο χρόνος του. Δε θέλει πίεση το παρελθόν. Είναι ευέξαπτος επισκέπτης.

Αφού περάσει η μέρα κι ο επισκέπτης μου ευχαριστηθεί, κλείνω την πόρτα και τελειώσαμε. Μια αγκαλιά θα ψάξω μόνο να χωθώ, εκείνη που θα μ’ επαναφέρει στο παρόν μου. Που θα μου δείξει πού με θέλουν και τι θέλω. Που θα μου πει ότι όλα γύρω μου είναι ασφαλή. Που θα μου πει «σε κρατάω».

Θα ξαπλώσω πάλι δίπλα στο πλευρό του ίδιου ανθρώπου απ’ του οποίου έφυγα το πρωί και θα κοιμηθώ πάνω του. Θα τον ενοχλώ όλη τη νύχτα, γιατί είχα φύγει αθόρυβα το προηγούμενο πρωί. Και κάπως έτσι θα περάσει αυτή η μέρα μου για μια ακόμη φορά.

Ξέρεις, τον αγαπάω όλες τις μέρες. Μα μία μόνο είναι που θυμάμαι. Μη με κοιτάς έτσι, εσύ μέσα απ’ τον καθρέφτη. Έχω ξυπνήσει πολύ πρωί. Μόλις που έριξα λίγο νερό στο πρόσωπό μου. Δεν έχω προλάβει μια γουλιά καφέ να βάλω στο στόμα μου. Θα βγω στο μπαλκόνι σήμερα να πιω. Να σφίξω το πουλόβερ γύρω μου. Να δω τον ήλιο ν’ ανατέλλει. Σήμερα είναι η μέρα.

 

Επιμέλεια Κειμένου Μαίρης Ρήγα: Πωλίνα Πανέρη

Συντάκτης: Μαίρη Ρήγα