Θέλω. Τα θέλω, την θέλω, σε θέλω.
Με μάτια κλειστά και με μάτια ανοιχτά, πάντα ονειρευόμαστε. Βουτάς τη ζωή απ’ το γιακά και τη φωνάζεις πουτάνα μες στη μούρη, γιατί σου έδωσε λίγο και βιαστικά κι ήσουν ένας απ’ τους πολλούς. Τα λαχταριστά και τα μαγευτικά της τα κρατάει στο ψηλό το ράφι κι εσύ δε φτάνεις. Τι τεντώνεσαι, άμοιρε; Δεν ωφελεί. Βολέψου στα εκατοστά σου κι όσο για τα υπόλοιπα απλώς φαντάσου πώς θα ‘ταν να τα είχες.
Καλύτερο αυτοκίνητο. Μαύρο, γιατί τώρα έχεις άσπρο. Πιο γυαλιστερό, τριζάτο και φαντεζί. Κι αν βγάλουν και με πέντε ρόδες, οι τέσσερις θα σου φανεί ότι δεν τσουλάνε καλά.
Περισσότερα λεφτά, γιατί δε βγαίνω, μάνα μου! Δηλαδή βγαίνεις, αλλά τη βγάζεις με μπίρα, παγκάκι και βρόμικο Μαβίλης. Πότε θα ‘ρθει η ώρα σου για κρασιά πεπαλαιωμένα σε Σατό που δεν ξέρεις να προφέρεις; Φορώντας μπλουζάκι απ’ τον Ντόλτσε, παντελόνι Γκαμπάνα κι άρωμα του Λουί του Βιτόν; Σε εστιατόριο στον Άγιο Δομίνικο – μεγάλη η χάρη του;
Σπουδές στο εξωτερικό, γιατί το εγχώριο προϊόν είναι κάπως φτηνιάρικο. Δε βλέπεις τα ξένα ιδρύματα με τις βιβλιοθήκες-τέρατα, τα γκαζόν για ανοιξιάτικο διάβασμα και campus να ντρέπεσαι να κυκλοφορήσεις άβαφη; Αν δε νιώσεις λίγο μετανάστης όπως τρεις γενιές πίσω, δε μιλήσεις το ελληνικό με ξενική προφορά και δε νοσταλγήσεις, δεν τιμάς τις ρίζες σου το ίδιο. Πώς το λέτε εσείς εκεί στο Ελλάντα;
Πώς είμαι έτσι; Φουσκώνεις χείλη, ρουφάς κοιλιά, πετάς βυζί και κοιτάς νωχελικά το είδωλό σου. Μέσα απ’ τον καθρέφτη σου ανταποδίδει το βλέμμα ένας ροφός – δε νομίζω να είχες αυτό ακριβώς στο μυαλό σου. Θα θέλαμε να ήμαστε πιο όμορφοι, χωρίς όψη φλοιού πορτοκαλιού, με σωματότυπο αχλάδι αντί μήλο, πεπόνια κι όχι μάνγκο, αγγούρι κι όχι μπάμια. Σαλάτα τα κάναμε. Πέτα και μια φέτα από πάνω τουλάχιστον να την ευχαριστηθούμε.
Όταν η διάσημη Μαρία με τα κίτρινα ερωτήθη ποιον προτιμά καλύτερα, ψήφο εμπιστοσύνης πήρε ο γείτονας. Πόσες φορές έχουμε ονειρευτεί ένα διαφορετικό απ’ το δικό μας ταίρι να μας παίρνει απ’ το χέρι και να προχωράμε εφετζίδικα προς το ηλιοβασίλεμα; Δώσ’ του οι φαντασιώσεις με τον άντρα της Τζολί και τον άλλονε της Βικτώρια Μπέκαμ.
Πάμε τώρα να δούμε πόσα έχουμε.
Υγεία. Τουλάχιστον τα βασικά κι όλα τ’ άλλα να είναι διαχειρίσιμα.
Οικογένεια. Η προσωπική λεγεώνα υπερηρώων του καθενός. Ένας μπαμπάς να κυνηγάει τους κακούς με το δίκαννο. Μια μαμά να μας φτιάχνει κεφτεδάκια στις μαύρες μας. Μια αδερφή να φροντίζει να μην πηγαίνουμε σαν κλόουν στο ραντεβού. Μια γιαγιά να ξεματιάζει.
Φίλους που αγαπάνε σαν αδέρφια. Κι ακριβώς επειδή αγαπάνε «σαν» και στραβές συμβαίνουν φυσιολογικά σ’ όλες τις παρέες, θα σου σμιλέψουν χαρακτήρα και θα σε μάθουν στα σκληρά, πονώντας σε όμως όσο λιγότερο γίνεται.
Ένα κεραμίδι πάνω απ’ το κεφάλι μας. Μπορεί να είναι καμαρούλα μια σταλιά, διακοσμημένη με τα περιβόητα σουηδικά έπιπλα που έχουν όλοι και χαλάκι welcome με 5,99 απ’ το κατάστημα με τις πιο εκνευριστικές εποχικές διαφημίσεις σε τηλεοράσεις και ραδιόφωνα. Όμως, το σπίτι σου είναι σημαδεμένο από φιλικές βραδιές που έγιναν ξημερώματα, νύχτες με κόκκινο κρασί και ρομαντζάδα μπροστά στην μπαλκονόπορτα, Κυριακές με κοτόπουλο στο φούρνο που έφεραν οι γονείς γιατί τους έλειψες κι ήρθαν να σε δουν. Όλα αυτά του έδωσαν ζωή και το σπίτι σου σ’ αγαπάει και σ’ έμαθε να το αγαπάς πίσω.
Έχουμε την πόλη που μας γέννησε. Σίγουρα η ζωή σε φύτεψε σ’ αυτό τον τόπο που έγινε χώρα σου κι οφείλεις να παλέψεις εδώ. Αυτό είναι όμως που σε κρατάει; Ένας δεσμός με το χώμα, που αποφασίστηκε εν αγνοία σου απ’ τις αόρατες δυνάμεις του κόσμου; Ποιος σε υποχρεώνει να μείνεις, όταν ο δρόμος μπορεί να σε βγάλει παντού από στεριά, αέρα ή θάλασσα; Του τόπου που σε γέννησε δεν του το χρωστάς, αλλά τον επιλέγεις συνειδητά. Γιατί οι άνθρωποί του σ’ έμαθαν να εμπιστεύεσαι και να φυλάγεσαι, ο ήλιος του να χαμογελάς, οι σκιές των δέντρων του να διαβάζεις και τα βουνά του να κυνηγάς τη θέα από ψηλά.
Τα βιβλία, τις μουσικές, τους σινεμάδες. Η πιο φθηνή διασκέδαση προκαλεί τις πιο ακριβές συγκινήσεις. Πάρε, κόσμε, πάρε, πάρε! Να γεμίσουν τα μάτια σου εικόνες, να τρέξουν στις φλέβες σου νότες, να χαιρετάς απ’ το μπαλκόνι σου Ρωμαίους και να πέφτεις για ύπνο με τους δράκους.
Μια δουλειά για να ζούμε. Δε σ’ αρέσει; Καλύτερα, για να την αλλάξεις χωρίς ενδοιασμούς όταν θα βρεις αυτό που θες. Είναι αυτό που θες, αλλά δεν πληρώνει; Μπορείς ακόμα να τα βγάλεις πέρα και κερδίζεις και μια ποιοτική καθημερινότητα κάνοντας αυτό που σε γεμίζει.
Έχουμε τον Γιώργο ή τη Μαρία. Δεν είναι το μανάρι ο Μπέκαμ, αλλά ξέρει ότι σου φτιάχνει τη μέρα η καλημέρα του κι ότι νιώθεις την αγάπη του, όταν σε ρωτάει ανέμελα πώς πέρασες, τι έφαγες κι αν κοιμήθηκες καλά. Δεν είναι η Τζολί, που όλα πάνω της είναι ατελείωτα, αλλά θα στύψει το μυαλό της να σκεφτεί την πιο έξυπνη ατάκα να σε χαλαρώσει, όταν πνίγεσαι στη δουλειά και το βράδυ θα σε βγάλει για ποτό στολισμένη για τα μάτια σου μόνο.
Δέκα δάχτυλα μας έδωσε ο Θεός και πάλι δε μας φτάνουν για να μετρήσουμε όσα έχουμε.
Ξέχνα τα, λοιπόν, και βάλε στη θέση τους αυτά που ονειρεύεσαι. Έναν εαυτό με μαύρο φαντεζί αυτοκίνητο, παντελόνι Γκαμπάνα, σπαστά ελληνικά, βλέμμα ροφού κι επώνυμο γκόμενο. Αυτό ζήτησες, τι στραβώνεις; Να στο τυλίξω για το σπίτι ή άλλαξες γνώμη;
Η ζωή δεν είναι πουτάνα. Είναι μάνα, που ξέρει τι έχουμε ανάγκη πριν από εμάς για εμάς. Κι αυτό ακριβώς μας δίνει, γιατί οι μάνες θέλουν τα παιδιά τους τουλάχιστον ευτυχισμένα.
Εγώ έχω. Κι εσύ έχεις. Θέλεις να είμαστε χαρούμενοι μ’ αυτά;