Μου ‘παιξες πουστιά. Μου ‘παιξες πουστιά και τρελαίνομαι, γιατί έφτυσες τη νοημοσύνη μου κατάμουτρα. Νόμιζες δε θα σε καταλάβαινα, επειδή δείχνω πάντα τόσο αφελώς γλυκιά κι ήσυχη; Ξέρεις από θηλυκά; Η νοημοσύνη τι γένους είναι, ξέρεις; Την υποτίμησες. Με υποτίμησες.
Ήρθες κι ήταν σαν να μπαίνει η άνοιξη. Όμως ο χειμώνας δεν παραδίδει αμαχητί τα όπλα κι ένα χιόνι το περιμένεις ακόμα και στο τέλος Μάρτη. Τα περίμενα τα χιόνια σου. Περίμενα να βρέξεις και ν’ αστράψεις, αλλά εσύ επέμενες ήρεμος ουρανός πριν απ’ την καταιγίδα. Και δεν ήταν μόνο τα λόγια σου – αυτά ήταν το λιγότερο. Ω, πόσο ύπουλα κινήθηκες! Ήταν οι γαμημένες πράξεις σου, που υπήρξαν τόσο πειστικές. Άνοιγα την πόρτα και μου έδειχναν ότι είχες έρθει για να μείνεις. Σήκωνα τ’ ακουστικό και μου έλεγαν ότι θες εμένα, εμάς. Άρχισα να πιστεύω. Γιατί ήταν πράξεις, δεν ήταν λόγια.
Μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τελικά σε τσάκωσα. Αυτόν το ρόλο μόνο ήθελες να παίξεις στη ζωή μου. Υποθέτω ήρθες να κλέψεις λίγη προσοχή, λίγο νοιάξιμο, λίγη καρδιά. Δεν ήρθες ποτέ για μένα. Έκανες το ριφιφί και ξαναγύρισες στην άλλη. Πάντα κάποιος άλλος υπάρχει από πίσω· είτε πρόσωπο του παρελθόντος είτε κάποιος παράλληλα στο παρόν είτε κάποιος που όχι ακόμα αλλά στο μέλλον ελπίζουμε να είναι δικός μας. Είχες φτιάξει σχεδόν αψεγάδιαστη την πρόσοψη που μου έδειχνες, μέχρι που βρήκα την κερκόπορτα και κοίταξα μέσα σου. Ξεσκέπασα την υποκρισία σου, τη στιγμή που έτριβες τα χέρια θριαμβευτικά. Νόμιζες ότι σου είχα παραχωρήσει επιτέλους, το ζωντόβολο, εισιτήριο διαρκείας, να παίζεις μπάλα στο τερέν μου.
Όταν σ’ έβγαλα απ’ το σπίτι, όπως τα σκουπίδια, ένιωσα ότι η απώλειά σου κατάπιε όλο μου το είναι. Ντίβα η λύπη μου και δεν μπορούσα να της κάνω τίποτα. Γι’ αυτό απλώς περίμενα να τελειώσει το νούμερό της και να φύγει.
Τότε μπόρεσα επιτέλους να κοιτάξω καθαρά. Εσύ έπαιξες ένα παιχνίδι, χωρίς συναισθηματισμούς, χωρίς δεσμεύσεις, μάλλον ξέδωσες κιόλας απ’ τα δικά σου. Όχι κι άσχημα. Θα μπορούσα να το κάνω κι εγώ. Ναι, μ’ αρέσει και θα το κάνω κι εγώ. Δε διαφέρουμε εμείς οι δύο – γιατί δεν το είδα απ’ την αρχή; Αν ήμαστε δεκάχρονα και σου έλεγα «είσαι μαλάκας», θα μου απαντούσες «είσαι» και τότε θα σκεφτόμουν «βεβαίως, αλλά πιο πολύ, καρδιά μου»!
Άκου τώρα πού έμπλεξες τον έρμο εαυτό σου. Μόλις δημιούργησες τον πιο εφιαλτικό αντίπαλό σου. Καλώς τα δέχτηκες, καημένε.
Η μέση γκόμενα θα προσπαθούσε να εκδικηθεί και να σε κάνει να πληρώσεις με το ίδιο νόμισμα. Όμως πίσω απ’ την πλασματική επιθετικότητά της κρύβει έναν πόνο, το απωθημένο σου. Μια αδυναμία. Αυτό είναι και τ’ όπλο σου για να την αποτελειώσεις.
Εγώ δεν ανήκω στο μέσο όρο. Και δεν είμαι γκόμενα – η δικιά σου σε καμία περίπτωση. Μου αποκάλυψες ένα παιχνίδι, που θέλω σαν τρελή να παίξω. Θα σε κυνηγήσω, θα σε στριμώξω και θα σου πάρω όλα τα κέρδη απ’ τα χέρια. Παίζω για το παιχνίδι, την ηδονή, την αδρεναλίνη – δε σ’ εκδικούμαι ούτε σε τιμωρώ. Σε παίζω. Κατάλαβες τώρα; Δεν κρύβω καμία αδυναμία, δεν έχω ευαίσθητο σημείο για να με χτυπήσεις. Εγώ τη λύπη μου την ένιωσα και μετά την έδιωξα. Με χαρά σου ανακοινώνω ότι δεν έχεις τρόπο να με νικήσεις.
Για να το κάνω πιο κίνκι, θα σου περιγράψω τι έχω κατά νου. Θα σε πλησιάσω ύπουλα, όπως μου έμαθες εσύ. Θα πετάξω την καπαρντίνα και θα σ’ αφήσω να δεις ποια είμαι. Έχω ό,τι σ’ αρέσει: Είμαι γλυκιά και τρυφερή για τις στιγμές που χρειάζεσαι έναν ώμο να σταθείς. Είμαι όμορφη για τις στιγμές που θες να δειχτείς και να κάνεις το κομμάτι σου. Είμαι δύσκολη περίπτωση για τις στιγμές που σου ξυπνούν τα κυνηγετικά ένστικτα κι εύκολη όταν θα μ’ έχεις πιάσει. Είμαι ανεξάρτητη και δυναμική για τις στιγμές που φοβάσαι κι αισθάνεσαι ανασφαλής, αλλά ένα βήμα πάντα πίσω σου όταν νιώθεις βασιλιάς του κόσμου. Θα στα δείξω και θα σε προκαλέσω να τα διεκδικήσεις. Θα στ΄απλώσω στα πόδια, δικά σου όποτε αποφασίσεις.
Ύστερα, θα τα εξαφανίσω. Εκεί που θα σε κάνω να πιστέψεις ότι έχεις το πάνω χέρι, θα δεις άλλους να βάζουν χέρι. Θα με βρεις στο μπράτσο άλλων ανδρών να κόβω βόλτες. Μην απατάσαι. Και γι’ αυτούς το ίδιο άπιαστη θα είμαι κι ας μ’ έχουν πλάι τους. Ανόητες πεταλούδες γύρω από ένα φως που τους καίει τα φτερά.
Στο τέλος, θα χαθώ κι εγώ. Θα με θες δυο φορές· μία που έγινα το ιδανικό σου κι άλλη μία που με είχαν οι άλλοι μα ποτέ εσύ. Δε θα ξέρεις κατά πού να κάνεις και πού να με ψάξεις. Και τότε θα σκεφτείς τι πουστιά σου ‘παιξα. Είσαι μαλάκας, αλλά εγώ είμαι πιο πολύ.
Πριν χωρίσουμε την τελευταία φορά, σ’ είχα αγκαλιά και σου ψιθύρισα «να προσέχεις». Τώρα, καθώς τρέχουν οι τελευταίες γραμμές στο κείμενο που διαβάζεις, θέλω να νιώσεις για ακόμα μία φορά τα χέρια μου γύρω απ’ το λαιμό σου. Θέλω να κλείσεις τα μάτια και να κάνεις ήχο τα λόγια μου μες στ’ αυτί σου.
«Τοίχο-τοίχο να πηγαίνεις. Αν σε βρω, τελείωσες. Να προσέχεις.»