Η σχέση μας με το χρόνο είναι όπως ένα πιάτο κοτόπουλο με μπάμιες. Κάποιες στιγμές είναι μπουκιές νόστιμες, κάποιες στιγμές είναι μπουκιές που καταπίνεις με κλειστή μύτη. Όμως άπαξ κι η μαμά βάλει το πιάτο στο τραπέζι, δεν υπάρχει γυρισμός· η απόφασή της είναι νόμος κι όποιος δυσανασχετήσει, μένει απλώς νηστικός. Επομένως τρως κι οι γεύσεις μπερδεύονται στο στόμα σου κι οι εκφράσεις στο πρόσωπό σου· ικανοποίηση και βασανισμός ταυτόχρονα.
Σε κανέναν δεν αρέσει να τρώει μόνος, πάντα είναι προτιμότερο ένα τραπέζι με τους ανθρώπους που αγαπάμε. Και στις μπουκιές τις άνοστες -να νιώθουμε όλοι μαζί τον πόνο και την αλληλεγγύη- πόσο μάλλον στις νόστιμες, που θέλουμε να μοιραστούμε την ευχαρίστηση και την ικανοποίηση.
Έτσι και με τις στιγμές μας. Υπάρχει κάποιος που τον θέλουμε κοινωνό σε όλες. Απ’ τα άσχημα θα προτιμούσαμε να τον προστατέψουμε· όμως μας νικάει η ανάγκη να του δείξουμε ακόμα κι αυτά, ώστε να τα κάνει ανεκτά με την παρουσία του. Τα όμορφα είναι που ψοφάμε να μοιραστούμε. Ό,τι ζούμε και μας βάζει ένα χαμόγελο στα χείλη, είναι ένα τσικ πιο θαμπό χωρίς εκείνον κάπου στο σκηνικό. Ακόμα και το αγαπημένο σου φαγητό να τρως, δε σου λείπει μια γωνίτσα ψωμί να σπρώχνεις και να βουτάς; Η παρουσία της παίζει καταλυτικό ρόλο στην ολοκλήρωση της απόλαυσης . Αυτός ο κάποιος, λοιπόν, είναι το ψωμάκι σου. Το αφράτο, μαλακό, μυρωδάτο ψωμάκι σου.
Η οικογένεια κατά κάποιον τρόπο έχει εκ φύσεως τέτοιο ρόλο. Υπάρχει από πάντα και για πάντα στη ζωή μας, είναι οι πρώτοι άνθρωποι που γνωρίσαμε κι αγαπήσαμε μ’ έναν ιδιόμορφο τρόπο, που συνδέεται με το ότι είμαστε προγραμματισμένοι έτσι και με το ότι αυτοί αποτέλεσαν την επιβίωσή μας. Οι δεσμοί πάνε πολύ πίσω, είναι ισχυροί κι ανίκητοι. Για άλλους περισσότερα για άλλους λιγότερα άτομα κατέχουν θέση VIP. Άλλος έχει μια μαμά κουκουβάγια να χειροκροτά όρθια σε κάθε σχολική γιορτή, άλλος έναν αδερφό να βουρκώνει στην ορκωμοσία, άλλος μια θεία να νουθετεί και μετά να κάνει πλάτες για το πρώτο εφηβικό ραντεβού.
Συχνά κι οι φίλοι παίζουν τέτοιο ρόλο. Φίλοι που μετριούνται στο ένα χέρι, ίσως και στο ένα δάχτυλο. Άνθρωποι που ισορροπούν μεταξύ φιλίας κι οικογένειας. Άτομα-φωτεινά σημεία στη ζωή μας, που τ’ ανάψαμε εμείς και τα τροφοδοτούμε με τις χαρές μας.
Κυρίως, όμως, εκείνοι που δεν ανήκουν πουθενά κάνουν τη μεγαλύτερη αίσθηση. Ο άνθρωπος που δεν του χρωστάς και δε σου χρωστάει τίποτα, του οποίου την ύπαρξη αγνοούσες πριν μερικούς μήνες ή χρόνια, τώρα είναι κομμάτι της ύπαρξής σου. Είναι το ψωμάκι σου. Πόση αξία μπορεί ν’ αποκτήσει τόσο απρόσμενα! Έρχεται, αυτόφωτος ήλιος , απ’ το πουθενά κι είναι τίποτα, για να γίνει το κέντρο στο ηλιακό σου σύστημα. Φωτίζει τα όμορφά σου και καλύπτει όλο σεβασμό στις σκιές τ’ άσχημα.
Ο,τιδήποτε ζεις είναι ο πρώτος άνθρωπος που σκέφτεσαι να το πεις. Πέτυχες στις εξετάσεις της γλώσσας, που τόσο σε είχαν αγχώσει. Πήρες καινούριο χρώμα μανό, που είναι τάση φέτος το καλοκαίρι. Σε δέχτηκαν στο μεταπτυχιακό, για το οποίο έφαγες τα νύχια σου αναμένοντας. Το παιδί σας έκανε το πρώτο του βήμα. Σε κάθε περίπτωση ανάβει ειδοποίηση στον εγκέφαλό σου με τ’ όνομά του.
Έρχονται, όμως, φορές που η δυνατότητα μας έχει αφαιρεθεί. Γυρνάμε το κεφάλι να του μιλήσουμε και για πολλοστή φορά συνειδητοποιούμε ότι δεν είναι εκεί. Πόσο μίσησες τον εαυτό σου όταν τον έδιωξες; Πόσο επιπόλαια τον άφηνες να φύγει; Τώρα δικαίωμα να τον ενοχλείς δεν έχεις. Γιατί ενόχληση είσαι κι εσύ κι η χαρά σου. Πλέον φωτίζει λημέρια αλλουνού και στη δική σου ζωή έχει ημίφως.
Σε κάθε καλή στιγμή σου βαράνε οι ειδοποιήσεις στο κεφάλι σου κι ο ήχος σε δαιμονίζει. Αρχίζεις έτσι ν’ απομακρύνεσαι κάθε που σε πλησιάζουν τέτοιες στιγμές, για να γλιτώσεις τον πονοκέφαλο. Καταλήγεις να μην μπορείς να ζήσεις τίποτα όσο εύχεσαι να ήταν κι εκείνος εκεί να το δει. Δεν μπόρεσες να τον κρατήσεις στη ζωή σου, δεν μπορείς να τον αγγίξεις ξανά, δεν μπορείς να τον καλέσεις στο τηλέφωνο ή να του στείλεις ένα μήνυμα· τα χέρια σου περισσεύουν.
Ξέρεις τι σημαίνουν όλα αυτά; Δεν περίμενες εμένα να σου πω, φυσικά και ξέρεις. Ή μάλλον νιώθεις. Νιώθεις την αγάπη. Τον αγαπάς αυτόν τον άνθρωπο που ό,τι ζεις τον θες εκεί να σε βλέπει, τον θες στην άλλη άκρη της γραμμής να σε ακούει, στην άλλη πλευρά της οθόνης να σε διαβάζει. Απ’ όλα τα εκατομμύρια πληθυσμού του πλανήτη μόνο εκείνος σε νοιάζει ν’ αγγίξει τις στιγμές σου.
Όσο πιο νωρίς ανοίξεις το μυαλό στις φωνές της καρδιάς σου, σε τόσο μικρότερο κόπο την υποχρεώνεις. Γιατί τι νόημα έχει να καταλάβεις ότι αγαπάς, όταν πια θα έχει φύγει αυτός για τον οποίον το νιώθεις; Γιατί ν’ ανήκεις κι εσύ στην κλισεδούρα ότι χρειάζεται να χάσουμε κάποιον για να νιώσουμε πόσα πολλά σήμαινε; Ότι φωτίζεται το μούτρο σου όποτε τον έχεις μπροστά σου δεν είναι επαρκής ένδειξη;
Καθένας μας έχει έναν άνθρωπο ν’ αγαπά. Κράτα τον γερά και δείξε του τα καλά σου να χαρεί κι εσύ με τα δικά του. Ας μη χρειαστεί να τον χάσεις και να του στέλνεις μηνύματα συγγνώμης βραδιάτικα ή ακόμα χειρότερα μόνο τις σκέψεις σου. Και πριν κάτσεις για φαΐ, μια γωνίτσα ψωμί να κόψεις μην ξεχάσεις.