Η φάση ήτανε κάπως έτσι: «Μαμά, μαμά, μαμά! Το Σάββατο να κάνω πάρτι για τα γενέθλιά μου;» Την επόμενη μέρα πήγαινες στο βιβλιοπωλείο να πάρεις προσκλήσεις ή να ξεσηκώσεις ολόκληρη τη γραφική ύλη για να φτιάξεις εξατομικευμένες για κάθε καλεσμένο σου συμμαθητή, ανάλογα με το βαθμό πώρωσης που είχες για το event.
Ύστερα έσκαγες μύτη στο σχολείο με τριάντα φακελάκια, γιατί παιδικό πάρτι με είκοσι εννιά παιδάκια ήταν ντροπή. Αν δε γέμιζε το σπίτι με τρεις ντουζίνες τουλάχιστον, δεν έμπαινε στην κοινωνική στήλη των περιοδικών. Γυρνούσες με καμάρι στους διαδρόμους στα διαλείμματα και μοίραζες προσκλήσεις ως σωστός PR που σέβεται τον εαυτό του. «Επ, δικέ μου, πάρτι στο σπίτι μου το Σάββατο, θα ‘χει και φάντα μ’ ανθρακικό!»
Επιτέλους έφτανε η μεγάλη μέρα. Έκανες μποτέ απ’ το πρωί και προσπαθούσες ν’ αποφασίσεις αν με το κόκκινο παντελόνι σου πήγαινε καλύτερα το κίτρινο ή το μπλε. Στο τραπέζι της τραπεζαρίας τυροπιτάκια, κεφτεδάκια, μπόμπα και πίτσα. Στανταράκια. Η φάντα με ανθρακικό σε περίοπτη θέση. Καπελάκια κωνικά, από εκείνα που το λαστιχάκι τους σου πίεζε ευχάριστα το λαρύγγι, μουσική σε νότες Βανδή και Δάντη και «The Party Is Here».
Μεταξύ μας, γουστάραμε παιδικά πάρτι μέχρι και στην εφηβεία που μας έπιαναν οι ψωροπερηφάνιες μας. Ήταν θεσμός στις μικρές ζωές μας, να μαζευόμαστε τσούρμο, ένα Σάββατο τη φορά και να δοκιμάζουμε τις πρώτες πρώιμες μορφές κοινωνικοποίησης. Και το κάναμε καλά, ίσως καλύτερα απ’ ό,τι σήμερα. Ποια ήταν η τελευταία φορά που πήγες για καφέ κι έπαιξες «ο κύριος την κυρία»;
Και δώσε του οι μουσικές καρέκλες να γυρίζεις σαν το κοτόπουλο γύρω-γύρω ανελέητα μέχρι ο «υπεύθυνος» να σταματήσει τη μουσική. Σπρωξιές, στριμοκωλιές, μια μάχη σώμα με σώμα για την επιβίωση κι όλα αυτά ενώ το κεφάλι γύριζε κι έγραφες οχτάρια απ’ τις στροφές.
Αν ψηνόσασταν για πιο εξτρίμ καταστάσεις, υπήρχε πάντα το Twist. Ή κάτι τέτοιο που του μοιάζει. Ξέρεις, αυτό το χαλί με τις χρωματιστές βούλες, που ο «υπεύθυνος» (πάλι) σβούραγε ένα μαραφέτι κι ανακοίνωνε πού βάζεις το χέρι και πού το πόδι. Εκεί συνήθως χρησιμοποιούσε και λίγη φαντασία, φτιάχνοντας θέσεις και για επιπλέον μέλη του σώματος, με αποτέλεσμα να καταλήγετε με κεφάλι στη δύση και γοφό στην ανατολή. Πρώτης τάξεως γυμναστική γιόγκα, με καινοτόμες για την εποχή στάσεις, όπως για παράδειγμα ο «ναυτικός κόμπος». Όμως, κανείς δεν έδινε σημασία σ’ αυτά ουσιαστικά· όλοι παίζαμε για τα τυχαία αγγίγματα και τους πισινούς που ορθώνονταν αγέρωχα στον αέρα!
Πιο ιντελεκτουέλ, πλην όμως badass ήταν το θάρρος ή αλήθεια. Ή που θα ‘βγαζες τα εσώψυχά σου για την καψούρα με το Μαράκι και τον Βαγγέλη και θα μοιραζόσουν με τον ντουνιά πόσα φιλιά στο στόμα έχεις δώσει με σιδεράκια και πόσα με χωρίς ή που θα βρισκόσουν να γκαρίζεις στο μπαλκόνι του σπιτιού ότι είσαι βλάκας, να σκαρφαλώνεις τη μάντρα του γείτονα και να χτυπάς το κουδούνι της από πάνω και να τρέχεις.
Η μπουκάλα ήταν πάντα το highlight της βραδιάς. Με στρατηγικούς υπολογισμούς έπιανες θέση στον κύκλο όσο μπορούσες απέναντι απ’ τον κρυφό σου έρωτα και γυρνούσες το μπουκάλι προσευχόμενος στους Θεούς των Μάγια να ρίξουν μια βροχή να ποτιστεί η διψασμένη για λίγη προσοχή καρδούλα σου. Φιλιά πεταχτά, κόκκινα μάγουλα, οι προβολείς πάνω σου, καμία απολύτως διακριτικότητα και σφυρίγματα μες στο νόημα.
Αφού είχε ζεσταθεί το πράμα, στη συνέχεια χαμήλωναν τα φώτα κι έμπαιναν οι μπλουζιές. Χούφτωνες μέση, έπιανε ώμο και λικνιζόσασταν αμήχανα κι άρρυθμα σε απόσταση ενός μέτρου στις μουσικές του Sinatra. Αν το πετύχαινες να λυγίσουν οι αγκώνες και να έρθετε πιο κοντά μετά από ένα-δύο τραγουδάκια, είχες κάνει την τύχη σου. Τότε έπεφτε και κανένα χαδάκι χαμηλά στη μέση μέχρι εκεί που αρχίζει το φούσκωμα του πωπού, λίγο γελάκι, ένας ψίθυρος, λίγα απαλά φιλιά.
Μέχρι που άναβαν τα φώτα, γιατί αλλιώς άναβαν τα αίματα κι ο πιο πονηρός άρχιζε ν’ αναρωτιέται τι κάνει ο κύριος στην κυρία. Ξαφνικά έβρισκες τον εαυτό σου στο επίκεντρο του παιχνιδιού, να έχεις ταίρι σου το παιδικό σου κώλυμα και να παίρνετε οδηγίες απ’ την «Πυθία», με βάση τις οποίες θα έπρεπε να πάτε δήθεν σ’ ένα δωμάτιο και να μείνετε για είκοσι δευτερόλεπτα στα σκοτάδια. Κάπου εκεί βέβαια άνοιγες μια πόρτα κι έβρισκες μέσα τη γιαγιά του σπιτιού – τα περισσότερα έχουν από μια με τσεμπέρι και συνήθως αρχές άνοιας.
Είναι πούστικη η νοσταλγία που σε πιάνει όταν αναλογίζεσαι τα παιδικά πάρτι. Ανήκουν σε μια εποχή που η αθωότητα με την πονηριά κάνανε κόντρες και γεννούσαν μεγάλες συγκινήσεις. Διασκέδαζες αυθόρμητα, ακομπλεξάριστα και γέλαγες σαν παιδί, γιατί ήσουν παιδί. Στην επόμενη μάζωξη με φίλους, πήγαινέ τους σε μια πλατεία και παίξτε παντομίμα. Μετά, κατά το σούρουπο, ας πέσει η νύχτα στο Παλέρμο και μην ξεχάσετε πριν ξημερώσει να γελάσετε σαν παιδιά.