Θέλω να μιλήσω. Επιτέλους κάποιος πρέπει να το κάνει. Ας είμαι εγώ, λοιπόν, αυτός ο κάποιος. Θέλω να πω για κάτι κουρασμένα παλικάρια. Ή κορασίδες. Τα πονάω αυτά τα παλικάρια (ή κορασίδες, ντάξει τώρα…)
Είναι φίλοι φίλων. Συμβαίνει συχνά-πυκνά στις παρέες να φιλοξενούνται για μία μόνο εμφάνιση στην πόλη σας εξωτερικοί φίλοι, που προέρχονται από άλλες δραστηριότητες· απ’ το σχολείο, το στρατό, το μάθημα yoga. Ο φίλος που φέρνει φίλο λειτουργεί σαν εγγύηση για την ακεραιότητά του, οπότε δε χρειάζεται να έχει άλλες συστάσεις πέρα απ’ το να γίνουν οι αρχικές συστάσεις.
Ξεκινάει η πάρλα, περνάει η ώρα και το outsider αρχίζει να κάνει εντύπωση. Δεν είναι και δύσκολο, μεταξύ μας. Καινούριο κοσκινάκι μου και πού να σε κρεμάσω, τη στιγμή που για όλους τους άλλους ξέρεις μέχρι και τι βρακί φοράνε. Στο χιούμορ είστε αχτύπητοι, ταιριάζουν τα γούστα σας στις ταινίες και τον καφέ τον πίνετε με μιάμιση κουταλιά ζάχαρη. Τίποτα δεν είναι τυχαίο. Δένουν τα χνώτα σας με το νεούδι.
Πας τουαλέτα, για να γυρίσεις και να σύρεις την καρέκλα σου δήθεν αθώα πιο κοντά του. Σ’ αυτή τη φάση αναλαμβάνει η γλώσσα του σώματος. Αγγίζεστε περισσότερο, ένα μπράτσο, λίγο στέρνο, στο γόνατο. Μπορεί στο σχολείο να μην καταλάβαινες ούτε τελεία, όμως τώρα νιώθεις τη χημεία με όλο σου το είναι. Η άτιμη σου έχει συγκλονίσει τον εγκέφαλο, από εκεί που το βράδυ σου προμηνυόταν απλώς συνηθισμένο. Αρχίζετε κι αποκόβεστε, μιλάτε οι δύο σας και πολύ και μόνο στο αυτί ο ένας του άλλου· ανάσες, γαργαλητά στο λαιμό και χροιές ψιθυριστές. Ώσπου πέφτει ανάμεσά σας η ατάκα «πάμε έξω να πάρουμε λίγο αέρα;»
Πρόκειται για μια από εκείνες τις όχι και τόσο συνηθισμένες περιπτώσεις, που δύο άνθρωποι είναι απόλυτα συντονισμένοι. Επιθυμούν ακριβώς το ίδιο πράγμα. Τα δύο υποκείμενα της ιστορίας αλληλο-καψουρεύτηκαν, αλληλο-αρέσκονται κι αποφάσισαν ότι αρμόζει γι’ αυτό να πάρουν λίγο αέρα στην άπλα ενός εξωτερικού χώρου· στο κλειστοφοβικό στενάκι στο πλάι του μαγαζιού.
Εκεί, λοιπόν, πηδάει τις…αναστολές σου κι αρχίζετε να γίνεστε πιο εκφραστικοί, αφού είστε μεταξύ σας. Κάνεις να μιλήσεις, αλλά κάτι σε δυσκολεύει· πώς βρέθηκε η γλώσσα του στο στόμα σου; Χεράκι-χεράκι πηδάτε μαζί τη…γραμμή που δύο ανθρώπους τους κρατάει άγνωστους. Γνωρίζεστε όλο και πιο βαθιά κι ενθουσιάζεστε ο ένας με τον άλλον όλο και περισσότερο. Είχατε αρκετό θάρρος ώστε να πάρετε φόρα και να πηδήξετε…στον αέρα, εκεί που η αδρεναλίνη χτυπάει κόκκινο, αισθάνεσαι ανάλαφρος και δε σε φτάνει κανείς.
Περάσατε καλά, τελείωσε η έξοδος, χωρίσανε οι δρόμοι σας. Και μετά σιωπή. Το πρώτο διάστημα περιμένεις την επαφή, ίσως προβληματίζεσαι λίγο κιόλας. Κάποια στιγμή, όμως, καταλαβαίνεις οριστικά ότι η σχέση ήταν για να κρατήσει τόσο μόνο. Ποια σχέση εδώ που τα λέμε; Ποιος πρώην, βρε παιδιά; Για να μπει στη συλλογή θα πρέπει πρώτα να έχει υπάρξει ως νυν. Πιάνεται για νυν στα 7-13 λεπτά κατά μέσον όρο (δεν το λέω εγώ, οι έρευνες…); Πρώην της μίας βραδιάς. Έστω. Σας το δίνω, γιατί είμεθα και γραμματιζούμενοι ανθρώποι, που δεν ταιριάζει να λέμε «ο αποτέτοιος».
Μερικά πράγματα μπαίνουν στο πάνθεον των ωραίων αναμνήσεων, ακόμα κι αν η ομορφάδα τους είχε διάρκεια μερικών στιγμών. Κάποιες φορές κι αυτό αρκεί. Το ξέρεις κι ακούγεται σωστό στα πλαίσια και της δικής σου νοοτροπίας. Εν πάση περιπτώσει, δεν κάθεσαι να σκάσεις κιόλας, μεγάλο παιδί είσαι και το νόημα για σένα είναι να περνάς καλά. Πέρασες; Τέλος. Αφού, λοιπόν, τακτοποίησες μέσα σου τις σκέψεις, παίρνεις βαθιά ανάσα ανακούφισης που ο κόσμος είναι ξανά στη θέση του και βγαίνεις απ’ το σπίτι να βρεις τα παιδιά για καφέ.
Τσουπ! Να σου το κουρασμένο παλικάρι- κορασίδα για μια ακόμη φορά στην παρέα. Δεν πρόκαμε όλον αυτό τον καιρό να επικοινωνήσει μαζί σου, έστω να δώσει σημεία ζωής. Καταλαβαίνεις τώρα γιατί αποκαλείται κουρασμένο; Είναι κουραστικό, μωρέ ,να συντηρείς ανθρώπινες σχέσεις. Πού να στέλνεις μηνύματα; Μήπως προλαβαίνεις να μπεις και καθόλου facebook; Για καφέ, παρόλ’ αυτά, βρήκε χρόνο κι ενέργεια.
Χαιρετιέστε χαρωπά κι ανταλλάσσετε μερικές γρήγορες πληροφορίες για την καθημερινότητα. «Όλα καλά, τότε γιατί χάθηκες;» σου πετάει με φωτοστέφανο πάνω απ’ το μαλλί και σε βρίσκει στο δόξα πατρί.
Υψώνεις φρύδι, τον βλεφαρίζεις και μετά του ορμάς. Τον κρατάς γερά απ’ τους ώμους και ταρακουνώντας τον μπρος-πίσω με τέμπο του φωνάζεις μες στη μούρη, για να τον πιτσιλάνε και τα σαλάκια για έξτρα δραματικότητα: «Για ξανασκέψου, κουζούμ, ποιος χάθηκε, για; Τις κλήσεις μου τις μέτρησες; Τα χαιρετίσματα που σου έστειλα με τον φίλο μου τα έλαβες; Μέχρι και ταχυδρομική περιστέρα αγόρασα, αλλά προτίμησα να την επιστρέψω στην άγρια φύση φωνάζοντάς της πέτα σαν τον άνεμο, γιατί δεν είχε άλλο νόημα. Έρχεσαι, λοιπόν και μου ζητάς τα ρέστα; Εγώ το κομμάτι μου το έκανα, σ’ έψαξα όσο μου αναλογούσε. Άλλος είναι λάθος εδώ. Εξαφανίσου, αλλά υποστήριξέ το. Σου αναγνώρισα το δικαίωμα, μην πας να το γυρίσεις, λοιπόν, σ’ εμένα.»
Κατεβάζεις φρύδι κι αποφασίζεις ότι αυτό το σενάριο δεν είναι το κοσμιότερο, οπότε και το μετακινείς μ’ ένα κλικ στον κάδο απορριμάτων του μυαλού σου. Εναλλακτικά, χαμογελάς κι απαντάς στο σχόλιό του με μια ερώτηση.
«Πηδάει ο γάιδαρος;»
Κι αφού τον βλέπεις να μην αντιδρά, παρά να στέκει απορημένος, του δίνεις και την απάντηση.
«Πηδάει. Και μετά ξεχνάει να τηλεφωνήσει κι εξαφανίζεται. Γι’ αυτό κι είναι γάιδαρος.»
Επιμέλεια Κειμένου: Πωλίνα Πανέρη