Τα τζιτζίκια με την αποχαυνωτική ζέστη του καλοκαιριού που σε ακινητοποιούν τα μεσημέρια…
Τα καφετιά φύλλα που κάνουν κρούτσου-κρούτσου στα πεζοδρόμια…
Η μυρωδιά απ’ το φρέσκο ψωμί με λιωμένο βούτυρο…
Ναι ρε, η ζωή είναι ωραία, παραδέξου το.
Μέχρι που κάτι στραβώνει. Η σχέση μπατάρει, το τζόκερ δε σου κάθεται κι ας παίζεις απ’ τα πέντε, χαϊδεύεις τη μπιροκοιλίτσα σου και σκέφτεσαι ότι το καλοκαίρι τελικά δεν είναι για δίαιτα, αλλά μάλλον η τέλεια ευκαιρία για συντήρηση με παγωμένη μπίρα στα νησιά.
Μετά κοιτάς δίπλα και βρίσκεις να κάθεται εκείνος με την αξιοζήλευτη καριέρα. Κοιτάς παραδίπλα κι είναι ο άλλος με το άλλο του μισό να τον κοιτά στα μάτια και τα χείλη. Κοιτάς απ’ την άλλη και –ω, συμφορά!– ένα κορμί φιδίσιο, αγαλμάτινο και θεϊκό, όλα μαζί ταυτόχρονα. Τι διάολο, αναρωτιέσαι, οι άλλοι ζούνε ζωές εξωφύλλου κι η δική σου σφηνωμένη από σπόντα στις μικρές αγγελίες – κάπου ανάμεσα στο «ζητείται πλύστρα» και «ζωντοχήρος ψάχνει ζωντοχήρα» και μη χειρότερα δηλαδή.
Στα μικρά μας ζόρια και τα μεγάλα το μυαλό αρχίζει να στροφάρει μυστήρια. Εκεί που βρίσκεσαι στα βαθιά, γυρίζεις μανιβέλα κι ανεβάζεις περισκόπιο πάνω απ’ την επιφάνεια του νερού να ψαχουλέψεις τον ορίζοντα. Εντοπίζεις νησάκια εξωτικά, μαγευτικά, όπου τα πάντα είναι πολύχρωμα και γιορτινά. Όπου εξωτικά νησάκια, βάλε τις ιδανικές ζωές των άλλων. Κι όπου βαθιά νερά, βάλε την άτυχη περίοδο που διανύεις στη ζωή σου. Συχνά στις αδυναμίες μας έχουμε την τάση να χαζεύουμε τις ζωές των άλλων σαν πεινασμένοι μπροστά στη βιτρίνα του φούρνου και ν’ αναθεματίζουμε θεούς και δαίμονες που μας πέταξαν απ’ την έξω μεριά του τζαμιού.
Λες και γεννιόμαστε μ’ αυτή την τάση γραμμένη στο DNA μας. Η πιπίλα του δίχρονου αδερφού σου ήταν πάντα πιο ελκυστική. Κι απ’ την πιπίλα περνάς σε ζωές. Είναι καλοφτιαγμένες, είναι φανταχτερές, είναι συναρπαστικές. Μα, κυρίως, είναι αλλωνών κι όλοι εμείς οι υπόλοιποι κρυφά τα βράδια τις φαντασιωνόμαστε κάτω απ’ τα σεντόνια μας.
Πόσο τυχερός ο «Αποτέτοιος» που έχει την τάδε δουλειά. Κοίτα τον πώς φεύγει κάθε πρωί απ’ το σπίτι. Όχι, κοίτα τον! Ατσαλάκωτος και τριζάτος. Μπαίνει στο όχημα, τσεκάρει επείγοντα μέιλ στο τάμπλετ και σφηνώνει το σοβαρό μαύρο hands-free του στ’ αυτί απ’ το σοβαρό μαύρο του i-phone (αχ, έχω χάσει σε ποιον αριθμό έχουμε φτάσει πια…!) Ύστερα, βάζει μπρος και περνά αεράτος μπροστά απ’ τη στάση λεωφορείου (όπου σημειωτέον περιμένεις εσύ, γι’ αυτό γνωρίζεις κι όλη αυτή την πρωινή ιεροτελεστία του). Είναι και κάποιες μέρες που λείπει επαγγελματικά ταξίδια στο εξωτερικό, οπότε και τον παρακολουθείς μόνο μέσω των social media. Φωτογραφίες στο London Bridge και την Pont Neuf. Και λεφτά. Είναι πολλά τα λεφτά, Άρη. Τόσα που όλα του τα προβλήματα είναι λυμένα. Να δεις που δουλεύει πια μόνο από χόμπι, για να κρατά σε φόρμα τις αμέτρητες ικανότητές του και να ταΐζει τη φήμη του.
Πόσο κωλόφαρδος ο «Έτσι» που είναι σ’ εκείνη τη σχέση. Αυτός της κρατάει το χέρι όταν έχει περίοδο· όχι σαν τον δικό σου που κρύβεται κάτω απ’ το τραπέζι και φτιάχνει οχυρό με τις καρέκλες. Αυτή τον στέλνει για καφέ, όταν βγαίνει για ψώνια· όχι σαν τη δικιά σου που σε σέρνει σε μαραθώνιους αγορών κάθε που αλλάζει η σεζόν. Ω, τι επικοινωνία, τι αλληλοκατανόηση, τι φροντίδα, στοργή και προδέρμ.
Πόσο ζηλεύω τον συμφοιτητή μου που περνάει όλα τα μαθήματα και κάθε σαββατόβραδο είναι καλεσμένος σε διαφορετικό πάρτι. Πόσο ζηλεύεις εκείνη την οπτασία που έχεις για φίλη και πάντα τραβάει τους άντρες σαν τις μέλισσες στο μέλι. Πόσο ζηλεύει τον γείτονα που ζει ασυμβίβαστο φτερό στον άνεμο κόντρα στη δική του ζωή που δεν ξεφεύγει ρούπι απ’ τα κουτάκια.
Να σου πω ένα μυστικό που το ξέρει ο κόσμος όλος; Καμία απ’ τις παραπάνω ζωές δεν είναι έτσι όπως φαίνεται. Ή μάλλον είναι έτσι, συν όλα τ’ άλλα που όμως δε φαίνονται με γυμνό μάτι.
Ο «Αποτέτοιος» κλείνεται στις τουαλέτες της εταιρίας και κλαίει, για ν’ αποσυμπιέσει την ένταση μέσα του· ή κλείνει την πόρτα του το βράδυ, για να δολοφονήσει στα κρυφά τις υπόλοιπες αγάπες της ζωής του που έμειναν στον πάγκο. Ο «Έτσι» κλείνεται στον εαυτό του, όταν δεν τα βρίσκει με τη σχέση και θέλει χρόνο για να ξαναβρεί τις ισορροπίες του. Ο συμφοιτητής κλείνεται στο δωμάτιό του, για ν’ αντιμετωπίσει με βαθιές ανάσες την κρίση πανικού. Η φίλη κλείνει την κουρτίνα στο δοκιμαστήριο, για να καταρρεύσει ανενόχλητη προβάλλοντας τις ανασφάλειές της στον καθρέφτη απέναντι. Ο γείτονας κλείνεται σε τρένα κι αεροπλάνα που τον πάνε μακριά από καταστάσεις που φοβάται. Όλα πίσω από κλειστές πόρτες. Όλα κρυφά, μα απολύτως ανθρώπινα.
Ο κόσμος ποτέ δε θ’ απαλλαγεί απ’ αυτή τη συνήθεια. Πάντα θα μας ιντριγκάρει η ιδέα της ανταλλαγής της ζωής μας με την ελκυστικότερη ζωή ενός άλλου. Για κάντε το όμως εικόνα. Μπείτε στη θέση εκείνου του ενός που ζηλεύετε και πείτε μου τώρα: Ο νέος εαυτός σας ποιον ζηλεύει; Μήπως γλυκοκοιτάζει τη ζωή που ζείτε τώρα, που όλα είναι απλά κι οικεία; Γι’ αυτό πιστεύω ότι αν είχαμε πραγματικά τέτοια επιλογή, δε θα την αξιοποιούσαμε τελικά. Ίσως κάποιοι το χαρακτηρίσουν ως βόλεμα. Εγώ θα πω ότι είναι μαγκιά.
Είναι μαγκιά να επιλέγεις κάθε φορά την ίδια τη ζωή σου, γιατί άλλοτε ευχάριστη άλλοτε δυσάρεστη, όμως σε κάθε περίπτωση δεν παύει να είναι η δική σου.