Αν είναι η αγάπη αμαρτία, θα βγω να το φωνάξω με λατρεία. Μπορεί και να μη βγω και στα μπαλκόνια. Μάλλον δε θα το πω καν. Ούτε θα το κάνω στη νοηματική, παρόλο που για κάποιο λόγο το ξέρω, αν και γενικώς νοηματική δε γνωρίζω.
Μια μέρα που ήμουν στο μετρό, μπαίνει ένα παλικάρι εξωτικής όψεως, με σκουλαρίκι-κοτρώνα και τζιν στο κατάλληλο ύψος ώστε να φαίνεται αξιοσέβαστη έκταση εσωρούχου. Κάθεται κάπου πίσω μου και πολύ στενοχωρήθηκα που δε θα μπορούσα να τον χαζεύω. Λίγο μετά, παρά τ’ ακουστικά που φορούσα, ακούω δυνατές φωνές· κάποιος προσπαθούσε να συνεννοηθεί στο τηλέφωνο πάνω απ’ το θόρυβο του μετρό. Γυρνάω αντανακλαστικά και διαπιστώνω ότι είναι αυτός. Δεν παραξενεύτηκα· φωναχτή εμφάνιση-φωναχτή ομιλία. Ταίριαζε.
Χαμηλώνω μουσική και ξεκινάω να παρακολουθώ. Μιλούσε με το «κορίτσι του». Και δώστου «κορίτσι μου αυτό» και δώστου «κορίτσι μου το άλλο», έφτασε η ώρα να κλείσει (τον είχαν ακούσει και τρία βαγόνια παρακάτω στο μεταξύ). Κάτι του λέει αυτή, εκείνος απαντάει «κι εγώ». Το «κορίτσι» τσινάει εμφανώς από μέσα, γιατί εκείνος αρχίζει να δυσανασχετεί. Ωχ ωχ, προβλέπω δράματα! «Μα, βρε μωρό μου (άρχισε τα καλοπιάσματα η μουσίτσα και παράτησε τα «κορίτσι μου»), αφού ξέρεις ότι εγώ δε λέω εύκολα σ’ αγαπώ. Τι με πιέζεις τώρα! Αφού σου είπα κι εγώ. Έλα, αρκετά. Είναι ο αδερφός σου εκεί;» Κάπως έτσι, διακριτικά, τη γείωσε και συνέχισε να συζητά με τον αδερφό της για ένα πολύ σοβαρό θέμα σχετικά με αυτοκίνητα.
Αυτό το περιστατικό μου ξύπνησε μια παλιά εσωτερική αναζήτηση. Τι παίζει και σκαλώνουμε να πούμε «σ’ αγαπώ»; Μπορεί εκείνο το λόουερ ακόμα να το παλεύεις απ’ το γυμνάσιο, όμως γνωρίζεις τη συγκεκριμένη λέξη σε εφτά γλώσσες. Ωστόσο, αγαπημένη θεματική του Χόλιγουντ, μαζί με το πόσο πρέπει να περιμένουμε προτού μαγαρίσουμε το «άνθος» μας, είναι το πότε μπορούμε επιτέλους να πούμε σ’ αγαπώ στους εκλεκτούς της καρδιάς μας. Ψάχνουμε μετά μανίας το σωστό τάιμινγκ, τελοσπάντων!
Όταν αρχίζεις, λοιπόν, να κρατιέσαι μη χασμουρηθείς και σου ξεφύγει κανένα σ’ αγαπώ, έχει φτάσει η στιγμή και μπαίνεις στη διαδικασία να σχεδιάσεις τα πώς και πότε. Σκέφτεσαι κάτι λιτό, όπως ροδοπέταλα, ένα ταπεινό κουαρτέτο εγχόρδων σε μια γωνιά και ό,τι πυροτεχνήματα ξέμειναν απ’ την Ανάσταση να σκάνε μετά την επίμαχη εξομολόγηση. Προς θεού, μη σου ξεφύγει πάνω στο σεξ, δε θα σε πιστέψει. Ούτε λίγο πριν, είναι γνωστό ότι μπορείς να πεις τα πάντα για να πηδήξεις. Ούτε μετά, δε θα σ’ ακούσει, πολύ πιθανό να κοιμάται ήδη. Αν είναι να το πεις, κάν’ το τουλάχιστον σωστά. Συμβουλεύτηκες τ’ άστρα, έριξες πασιέντζα και μάλιστα την κανονική, αυτή στο πισί δεν πιάνει, διάβασες τον καφέ κι όλα σου έδωσαν το πράσινο φως. Δεν περίμενες, επομένως, τόσον καιρό, για να τα θαλασσώσεις τώρα στο τέλος!
Για να εκμηδενιστεί η πιθανότητα αποτυχίας, έχω να προτείνω μια λύση, που αποδεικνύεται αλάνθαστη. Μην περιμένεις κάποια ιδανική μελλοντική στιγμή. Πες το απ’ την αρχή. Δε μιλάω για την περίπτωση που κάποιος δεν το νιώθει. Μιλάω γι’ αυτούς που έχουν το συναίσθημα και δεν το μοιράζονται. Δεν είναι αφύσικο ν’ αγαπήσεις κάποιον απ’ την αρχή. Τον γνωρίζεις, είναι όμορφος, θαυμάζεις το χαρακτήρα του κι απολαμβάνεις το μυαλό του. Δε θες ν’ αλλάξεις πεζοδρόμιο κάθε που τον συναντάς, δε θες να του καεί το βίντεο, δε θες να τον χτυπήσει κεραυνός την ώρα που απλώνει ρούχα, να πέσει απ’ την ταράτσα και στο τέλος να τον πατήσει και νταλίκα.
Ανακεφαλαιώνω: Σου αρέσει, τον θαυμάζεις, θες να είναι καλά και να δουλεύει το βίντεό του. Αχρείαστο το τελευταίο, αλλά μέχρι κι αυτό θες να είναι καλό στη ζωή του. Μη δοκιμάσεις να ονομάσεις διαφορετικά αυτό που νιώθεις, ακούγεται γελοίο. Στέλνεις μήνυμα: «Καλημέρα, μωρό μου! Σε συμπαθώ» ή «Καληνύχτα. Σε σκέφτομαι και σ’ εκτιμώ» – σίγουρα γελοίο.
Έπειτα, αγαπάμε τους γονείς μας. Ακόμα κι όταν ο μπαμπάς ξεχνάει τον κωδικό για το facebook και παίρνει συνέχεια εσένα να του το θυμίσεις. Ακόμα κι όταν η μαμά σού τηλεφωνεί τρεις φορές τη μέρα, μετά από κάθε βασικό γεύμα, για να ρωτήσει τι έφαγες. Θα μου πεις, αυτούς είμαστε γενετικά προγραμματισμένοι να τους αγαπάμε. Εγώ θα σου πω ότι αγαπάμε και την πωλήτρια που στις εκπτώσεις μας έδωσε το τελευταίο νούμερο 38 στο παπούτσι που ζαχαρώναμε ολόκληρη σεζόν. Ακόμα και τα παιδάκια στην Κένυα αγαπάμε, που δεν τα ‘χουμε δει ποτέ και πάλι μία γουλιά νερό δεν μπορέσαμε να ευχαριστηθούμε όσο να τελειώσει η καμπάνια, γιατί τα σκεφτόμασταν να διψάνε. Πώς γίνεται, συνεπώς, ν’ αγαπάμε και τα 7,2 δις του πλανήτη, αλλά μόνο σ’ έναν να δυσκολευόμαστε να το πούμε; Κι αυτός ο ένας δε βρίσκεται καν στην Κένυα, παρά στο ίδιο το κρεβάτι μας.
Σαφώς και κατανοώ την ανασφάλεια της ανταπόδοσης. Πάντα υπάρχει το ενδεχόμενο, όταν είσαι ο πρώτος που λέει «σ’ αγαπώ» στη σχέση, να μην το ακούσεις ως απάντηση. Γι’ αυτό αναζητάμε εγγυήσεις στη συμπεριφορά του άλλου ότι άπαξ και το ξεστομίσουμε, θα πάρουμε ένα δικό του σε αντάλλαγμα. Εγώ εδώ έχω τεράστιες αντιρρήσεις.
Θεωρώ ότι έχουμε αναπτύξει φοβία προς τα συναισθήματα. Επιπλέον, έχουμε καλλιεργήσει έναν εγωισμό με τέτοια φροντίδα που αρνούμαστε να μας τον πληγώσουν. Ωστόσο, όσο κι αν φοβόμαστε, όσο κι αν είμαστε εγωιστές, η αγάπη καθαυτή δεν παύει να υπάρχει. Δεν είναι άδικο να μαντρώνουμε ένα τόσο όμορφο συναίσθημα, μόνο και μόνο επειδή φοβόμαστε ή ενοχλούμαστε από έναν πληγωμένο εγωισμό;
Στο κάτω-κάτω, τι τόσο τρομερό μπορεί πια να συμβεί, αν δεν υπάρξει ανταπόδοση; Όταν ο Ρος είπε στην Έμιλι ότι την αγαπάει, εκείνη τον ευχαρίστησε. Όταν η Μιράντα έλαβε το δικό της σ’ αγαπώ από έναν γκόμενο πάνω σ’ ένα τεράστιο μπισκότο, του είπε ότι το καταβρόχθισε σ’ ένα βράδυ κι ότι το λάτρεψε. Ορίστε δύο εκδοχές. Ο κόσμος συνέχισε να γυρίζει και το σύμπαν να διαστέλλεται. Όλα στη θέση τους, δηλαδή. Το ευχαριστώ αποτελεί μια κοινωνικώς αποδεκτή απάντηση κι όταν κάποιος τρώει το μπισκότο που του χάρισες, τιμά τις ζαχαροπλαστικές σου ικανότητες.
Συνεπώς, νιώθω κάτι; Το λέω επιτόπου, με τ’ όνομά του, με θάρρος κι ασυνάρτητα απ’ τη δυνητική αντίδραση του άλλου, αφού το συναίσθημα είναι δικό μου να το ορίσω. Στο τέλος, είναι αξεπέραστο ν’ αγαπιέσαι, αλλά και ν’ αγαπάς από μόνο του έχει γλύκα κι είναι απολύτως υγιές.
Γι’ αυτό, αγαπάτε, ρε. Και λαλάτε το!