Ξεκινάει απ’ τη μία άκρη. Κρεμιέται απ’ τη μύτη μου, παίρνει φόρα και διασχίζει όλη την απόσταση μέχρι την άλλη άκρη σαν εκκρεμές. Είναι μια περίεργη γκριμάτσα του κάτω μισού του προσώπου μου. Την προκαλεί ένα περίεργο συναίσθημα, που έχει γεννηθεί κάπου μέσα μου στο βάθος και δε φτάνω να το διώξω· μια επιθυμία, μια ανάγκη, μια εξάρτηση. Είναι ένα περίεργο χαμόγελο, σαν πεντάχρονο πιτσιρίκι που τρέχει όλη μέρα στη φάτσα μου και δε μ’ ακούει στιγμή. Έχω αποκτήσει ένα πεντάχρονο χαμόγελο.
Ακόμα κι αν είμαι απασχολημένη, ακόμα κι αν είμαι αφηρημένη, ακόμα κι αν κάτσω ακίνητη, προσπαθώντας να συγκεντρωθώ πολύ δυνατά και να αδειάσω το μυαλό μου, εκείνο πάντα βρίσκει τρόπο να σκαρφαλώσει ως τα χείλη μου. Τραβάει πεισματικά τις δύο γωνίες τους, κάθεται πάνω στα λακκάκια κουνώντας ανέμελα τα πόδια, βάζει μια ζέστη στα μάγουλά μου και μια γυαλάδα στα μάτια μου.
Ξέρεις, στην αρχή αρνιόμουν να παραδεχτώ την παρουσία του. Δεν το είχα συνειδητοποιήσει και πολύ. Το αγνοούσα. Έπιανα με τα δάχτυλα τις γωνίες απ’ το στόμα μου και τις τραβούσα προς τα κάτω να ισιώσουν. Δηλαδή τι τώρα; Δεν είχα ήδη αρκετά στο μυαλό μου; Θα έπρεπε να φροντίζω κι ένα πεντάχρονο; Έχεις ιδέα πόση προσοχή ζητάνε τα σκασμένα; Εγώ είμαι μια γυναίκα με ασχολίες, δυναμική, με καθημερινότητα που με θέλει εκεί να τη δαμάζω. Κι έρχεται ένα αγόρι, με παίρνει απ’ το χέρι και μου κολλάει στη μούρη ένα χαμόγελο να! Δεν είμαι γυναίκα, μου είπε, ένα κοριτσάκι είμαι, λέει· το κορίτσι του. Τι είναι αυτά που λες; Κάτσε κάτω!
Μέχρι που άρχισαν να με ρωτάνε. Οι φίλες μύρισαν την αλλαγή πάνω μου κι ας σφύριζα αδιάφορα. Είναι απ’ αυτές τις σπάνιες φιλίες που μοιάζουν περισσότερο με αγέλη. Τα μέλη φυλάνε τα νώτα μεταξύ τους. Όταν κάποιο απ’ αυτά πληγώνεται, δεν το αφήνουν πίσω να ψοφήσει, αλλά το γραπώνουν απ’ το σβέρκο επιτακτικά μα πάνω απ’ όλα προστατευτικά και το κουβαλάνε στη φωλιά να το φροντίσουν. Στις χαρές κουνάνε τις ουρές τους όλοι μαζί. Οι φίλες μου τον μύρισαν πάνω μου. Κι άρχισαν να ρωτάνε. Στην αρχή με ματιά επιφυλακτική και κριτική για όσα έβγαιναν απ’ το στόμα μου.
Ήξεραν το ρόλο τους πολύ καλά. Ήταν η αντικειμενικότητα που δεν είχα. Ήταν η σκληρότητα που είχα χάσει, αφού τα χέρια του είχαν αρχίσει να ξεφλουδίζουν τις συμπαγείς άμυνές μου και να βρίσκουν ψαχνό. Θα γίνονταν αμείλικτοι τιμωροί για λογαριασμό μου, αν εγώ πονούσα κι αδυνατούσα να σηκώσω κεφάλι να δαγκώσω. Ώσπου οι πρώτες λέξεις μου βγήκαν στον αέρα και το πεντάχρονο χαμόγελο τους έκλεισε το μάτι.
-Έχεις ένα χαμόγελο όταν μιλάς γι’ αυτόν!
-Σοβαρά; είπα και χαζογέλασα ακόμα πιο πλατιά χωρίς να μπορώ να το ελέγξω. Έσφιξα τα χέρια στην ποδιά μου κάτω απ’ το τραπέζι, για ν’ αντισταθώ στην παρόρμηση να κατσαδιάσω κι αυτή τη φορά το πεντάχρονο που αλώνιζε αναίσχυντα στο πρόσωπό μου.
Από τότε ξεκίνησα να το βάζω συνειδητά στη ζωή μου. Μου έλεγαν ότι με ομόρφαινε, μ’ έκανε πιο χαρούμενη, πιο φωτεινή. Το κατάλαβα κι εγώ. Σιγά μην το άφηνα να φύγει, τρελή είμαι;
Ξυπνάω και με περιμένει από δίπλα να το φορέσω. Όταν μπαίνω στο λεωφορείο και του στέλνω μήνυμα, είναι από πάνω και κοιτάει τι του γράφω. Είμαι σε δουλειά και το κινητό δονείται στην τσέπη με τ’ όνομά του στην οθόνη; Το πεντάχρονο χαμόγελο κάνει εμφάνιση κι ο κόσμος με κοιτά παραξενεμένος, ενώ μερικές φορές μου επιστρέφει ένα δειλό δικό του. Μέχρι κι όταν πλένω τα δόντια μου το βλέπω στον καθρέφτη απέναντι. Έχεις δοκιμάσει ποτέ να πλύνεις δόντια χαμογελώντας;
Πλέον είναι όπλο στα χέρια μου. Έχω επιλέξει έναν άνθρωπο να κατέχει ένα κομμάτι της ζωής μου. Δε χρειάζεται, όμως, να υπερασπίζομαι πλέον αυτή την επιλογή. Έχει έναν κρυμμένο άσσο που κάνει όλη τη διαφορά· το χαμόγελο το έβγαλε εκείνος από την τσέπη του και μου το έραψε γερά να μην ξεφτίσει. Έτσι, όποτε μιλώ για εκείνον και χαμογελάω ασυναίσθητα και ταυτόχρονα συνειδητά, πείθω για την αλήθεια μου ακόμα και το πιο δύσπιστο ακροατήριο.
Ωστόσο, σας ξορκίζω όλους εσάς εκεί έξω που τριγυρνάτε και βάζετε χαμόγελα στις φάτσες άλλων ανθρώπων. Την ευθύνη που φέρετε μην την υποτιμάτε. Είναι βαριά κι ασήκωτη· αντέχουν οι πλάτες σας; Με τις δικές σας μούρες να κάνετε ό,τι θέλετε, αλλά το νου σας όταν μπλέκεστε με τα χαμόγελα άλλων. Αν δε βαστάτε να τα ποτίζετε, να μην τα σπέρνετε καθόλου. Είναι πεντάχρονα, σας λέω. Και τα πεντάχρονα θέλουν φροντίδα κι αφοσίωση, αλλιώς γίνονται κακό σπυρί στον κώλο, που όπως και να κάτσεις πονά.
Όσο για ‘μένα, παραμένω η γυναίκα που ήμουν. Έχω ασχολίες. Έχω καθημερινότητα. Έχω κολλητές. Έχω μαγείρεμα. Ενίοτε έχω πονοκέφαλο. Έχω δυναμισμό. Έχω την ικανότητα να οδηγήσω μια στρατιά βρωμερών κι οργισμένων Ούνων στη νίκη.
Αλλά έχω κι ένα χαμόγελο. Κι είναι τέτοιο που μπορεί να λιώσει την καρδιά ακόμα και των αλύγιστων προαναφερθέντων Ούνων. Έχω ένα πεντάχρονο χαμόγελο που τώρα πια μου το έδωσες. Έγινε δικό μου και δεν το παίρνεις πίσω.