Είμεθα όλοι κουλ και γαμάτοι. Γι’ αυτό και τα επόμενα είμαι σίγουρη ότι δε συμβαίνουν σε κανέναν από εμάς εδώ. Για να τα εξιστορήσω, λοιπόν, θα φτιάξω ένα απολύτως και τελείως υποθετικότατο ον, που ούτε όνομα δε θα μπω στον κόπο να του δώσω. Τώρα αν τύχει παραδόξως να ταυτιστεί κανένας μαζί του, νίπτω τας χείρας μου.
Ο υποθετικός φίλος μας, λοιπόν, εκεί που περπάταγε αμέριμνα με ποιον έρχεται μούρη με μούρη λέτε; Με τον υποθετικό του έρωτα! Ο ανήλικος, ανεγκέφαλος, ανεκδιήγητος θεός απ’ τη μια του πέρασε το βέλος σκουλαρίκι, απ’ την άλλη του έκανε αέρα με τα φτερά του να συνέλθει. Τίποτα ο δικός σου, είχε μείνει σέκος.
Έτσι, ξεκινάει γι’ αυτόν μια περίοδος πολύ χαριτωμένη. Πεταλούδες στο στομάχι, αστεράκια γύρω απ’ το κεφάλι, καρδούλες στα μάτια κι όλα τα σχετικά. Όμως, επειδή πάνω απ’ όλα είναι μη κουλ, μη γαμάτος, συμβατικούλης και με ανθρώπινες αδυναμίες, τον χτυπούν ανελέητα κι όλα τα δεινά της πρώτης περιόδου της γνωριμίας.
Χάνει τη συγκέντρωσή του. Στη δουλειά μένει με βλέμμα χάνου και σαλάκι να τρέχει μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή. Τόσο που το αφεντικό του συζήτησε από μόνο του μήπως να έπαιρνε μια αναρρωτική. Ξεκινάει κουβέντα και στα μισά έχει χάσει τον ειρμό. Πιάνει να διαβάσει ένα βιβλίο σαν άνθρωπος των γραμμάτων και των τεχνών που είναι και στο τέλος της σελίδας έχει ξεχάσει την αρχή. Τώρα τελευταία χάνει και τις στάσεις· αφαιρείται τόσο εύκολα που θυμάται να κατέβει τρεις στάσεις μετά. Όποιος δεν έχει μυαλό έχει πόδια! Ακόμα και τον καφέ του μπλόκαρε να παραγγείλει προχθές· έφτασε στο ταμείο και μέχρι το κεφάλι του να επανέλθει στην πραγματικότητα, είχαν ένα μόμεντ με την πωλήτρια κοιτώντας το κενό ο ένας στα μάτια του άλλου.
Κάθεται σ’ αναμμένα κάρβουνα. Οι διάλογοι στο μυαλό του πάνε κάπως έτσι: «Με θέλει; Δείχνει να με θέλει. Ναι, είναι σίγουρο, άλλωστε μου έστειλε εκείνο εκεί το μήνυμα…Στάσου, όμως. Γιατί μόνο ένα θαυμαστικό στο τέλος; Με βαριέται. Μήπως οδηγούσε εκείνη την ώρα; Θυμήσου! Γαμώ τη μνήμη χρυσόψαρου που έχω. Δεν μπορώ να θυμηθώ. Ωχ, δεν έχω ταΐσει την Ντόρυ. (Διάλειμμα για τάισμα χρυσόψαρου, πραγματικού αυτή τη φορά. Δίπλα στη γυάλα βρίσκει κινητό. ) Δε γαμιέται, θα στείλω ένα γαμωμήνυμα να προτείνω βόλτα, από κοντά θα καταλάβω καλύτερα τι παίζει. Γιατί βρίζω τόσο; Δε θα με θέλει έτσι κάφρος που είμαι. Ωραία, ξεκινάμε. Πρέπει να δείξω προφίλ ηρεμίας κι αυτοπεποίθησης.» Και μετά απ’ όλο αυτό πληκτρολογεί: «Τι κάνειςςςςς; Πάμε καμιά βόλτα;»
Παθαίνει κρίση ταυτότητας. Ξαφνικά όσα έχει κάνει στη ζωή του, όσα του αρέσουν, όσα ξέρει, δεν είναι αρκετά κι ενδιαφέροντα. Νιώθει ασήμαντος κι αδιάφορος. Πώς θα προσελκύσει με τέτοια προσόντα το αντικείμενο του πόθου; Ξεσκονίζει τη βιβλιοθήκη του για φευγάτους συγγραφείς. Διαλέγει πλέον να βλέπει μόνο ταινίες κουλτουρέ ψαγμένων σκηνοθετών με περίεργες καταγωγές. Τα κοινά μουσικά γούστα θα βοηθούσαν, αλλά πώς γεφυρώνεται η απόσταση ανάμεσα στον Χαρούλη και τους Pantera; Το μόνο σημείο επαφής τους είναι τα μαλλιά. Βρίσκεται συνεχώς στην αναζήτηση της πιο πρωτότυπης κι αστείας ατάκας. Το να κάνεις τον άλλο να γελάει είναι μια πολύ καλή αρχή. Ο εγκέφαλος δουλεύει πυρετωδώς. Αισθάνεται χαζός, αλλά στην ουσία διανύει μια π’ τις πιο παραγωγικές φάσεις.
Σκέφτεται συνέχεια το αντικείμενο του πόθου του. Τα γνωστά γλυκανάλατα ότι είναι η πρώτη σκέψη όταν ξυπνάς κι η τελευταία προτού κοιμηθείς. Συν οι ενδιάμεσες ώρες της μέρας, όταν δε χρησιμοποιείται το μυαλό στο 100% αυτοσυγκέντρωσης για κάποια πολύ απαιτητική εργασία. Συν η ανυπόφορη αγωνία αν κάνει το ίδιο κι η άλλη πλευρά. Το μυαλό του αρχίζει να μην του ανήκει. Οι σκέψεις του ορίζονται από έναν άλλον άνθρωπο, ο οποίος ούτε καν συνειδητοποιεί πόση εξουσία έχει αποκτήσει πάνω τους και πώς μπορεί να την εκμεταλλευτεί.
Εξαφανίζεται απ’ τα εγκόσμια. Ο περισσότερος ελεύθερος χρόνος κι ενέργεια αξιοποιούνται προς το σκοπό κατάκτησης του πολιορκούμενου κάστρου. Η φύση, βλέπεις, δεν αφήνει και πολλά περιθώρια. Άπαξ κι ο άλλος μπει στο σύστημά σου, γίνεται σκοπός ζωής να του σταμπάρεις τον πισινό με τη σφραγίδα σου, όπως οι κτηνοτρόφοι κάνουν στα ζωντανά τους. Ενοχλητική εικόνα; Για εμάς που δεν ιδρώνει το αυτάκι μας μπορεί. Για τον υποθετικό μας φίλο, που διακατέχεται απ’ τον πυρετό της κατάκτησης, είναι μια αποδεκτή λύση. Ώσπου να καταλήξει κάπου, όμως, οι φίλοι του κι η οικογένεια τον χάνουν. Λείπει από εξόδους, αποκτά καθημερινές αναπάντητες κλήσεις. Όταν καταφέρνει να τους δει, μαθαίνει τα νέα μαζεμένα λες κι έλειπε στο εξωτερικό. Σε άλλο σύμπαν θα έλεγα εγώ καλύτερα.
Η ανασφάλεια τον πιάσει αγκαζέ ετσιθελικά κι ό,τι κι αν κάνει, αυτή εκεί, κρεμασμένη η κοκόνα στο μπράτσο του. Μπορεί να τον τρελάνει αυτό το στάδιο. Τα πράγματα ή είναι ή δεν είναι. Η ενδιάμεση φάση μοιάζει με πετραδάκι σε παπούτσι, ενώ τρέχεις σε αγώνα ταχύτητας· δε σταματάς να το βγάλεις, γιατί θα χάσεις το προβάδισμα. Οπότε συνεχίζεις να τρέχεις ελπίζοντας στο τέρμα να σε περιμένουν δάφνες και στεφάνια.
Ο κακόμοιρος ο υποθετικός φίλος μας! Κοίτα τον πώς ταλαιπωριέται. Είναι να τονε λυπάσαι έτσι ανθρώπινος, με αισθήματα κι ανασφάλειες που είναι. Αντί να είναι υπεράνω, να κάνει ζωάρα και να διασκεδάζει με τέτοιες καταστάσεις, κάθεται και προβληματίζεται ταυτόχρονα. Εμείς δε νιώθουμε· εμείς είμεθα τυπάδες.
Έννοια σου, όμως, έτσι έλεγε κι ο δικός σου. Μέχρι που ο φτερωτός ξανθός γαλανομάτης πιτσιρίκος τον στόχευσε και τώρα γυρνάει με το βελάκι στο κούτελο. Θεούλης ο θεός και δεν έχει το θεό του.
Πλέον εκείνος την έπαθε, ενθουσιάζεται και ζορίζεται την ίδια στιγμή και του αρέσει κιόλας. Δεν το ζεις αλλιώς, είναι μισή η εμπειρία. Άντε βρε και στα δικά μας, εμείς οι τυπάδες!