Απόψε λείπεις.
Πειράζω το κινητό μου ανά τρία λεπτά, για να ελέγξω μήπως έχεις στείλει αλλά η συσκευή είχε κολλήσει και δε χτύπησε. Τα ίδια όπως τρία λεπτά πριν. Την κοπανάω στην άκρη στο τραπεζάκι, μήπως ξεκολλήσει. Ηλίθια τεχνολογία! Γιατί απόψε να λειτουργείς τόσο καλά;
04.33 το ξημέρωμα και μήνυμα κανένα.
Η οθόνη σκοτεινιάζει, μάλλον ο υπερβάλλων ζήλος μου στο κοπάνημα έβγαλε την μπαταρία. Η τελευταία εικόνα που έχω πριν κλείσει το κινητό είναι λευκά σεντόνια, ένα μάτι ανάμεσα από κάτι μαλλιά, χείλη και τα μπλεγμένα χέρια μας· η εξαιρετική σέλφι που μας έβγαλα εκείνο το μεσημεράκι, σ’ εκείνο το κρεβάτι, σ’ εκείνη την ευτυχία. Αγαπώ εκείνη την ευτυχία. Αγαπώ τα χέρια σου στα χέρια μου σ’ εκείνο το κρεβάτι.
Δεν είναι το στόμα σου. Δεν είναι το γρέζι στη φωνή σου όταν σ’ έχω ξενυχτήσει, ούτε η γωνία του αυτιού με το σαγόνι σου που μ’ αρέσει να γρατζουνάω με τα δόντια. Δεν είναι οι μακριές βλεφαρίδες σου που χαϊδεύω με τα δάχτυλα όταν κοιμάσαι. Δεν είναι τα κόκαλα στο μήκος του κορμού σου που μετράω ένα-ένα με τη γλώσσα. Ούτε οι γάμπες σου που σφηνώνονται ανάμεσα στα πόδια μου για να με προκαλέσουν.
Είναι τα χέρια σου που θέλω απόψε.
Τα χέρια σου έχουν απίστευτη δύναμη. Και δεν εννοώ καν μυϊκή. Εξουσία είναι ίσως καταλληλότερη λέξη. Έχουν μια απάλευτη δύναμη· ανέκαθεν είχαν πάνω μου.
Η πρώτη μας επαφή σε τούτο τον κόσμο έγινε έτσι. Ρε, πόσο ξενέρωτα με γνώρισες, θυμάσαι; Ούτε μισό χαμόγελο δεν ξόδεψες πάνω μου, μόνο μια αδιάφορη χειραψία. Τα δάχτυλά σου τυλίχτηκαν δήθεν αθώα, μα τόσο απειλητικά μέχρι τον καρπό μου. Οι γραμμές της ζωής στις παλάμες μας διασταυρώθηκαν κι ένιωσα τις φλέβες να φουσκώνουν κάτω απ’ το δέρμα σου. Τράβηξα το χέρι μου πίσω κι όλο το βράδυ το κράτησα κρυμμένο στο σταυροπόδι μου, προσπαθώντας να μουδιάσω την αίσθηση της αφής σου πάνω του. Ήταν η πρώτη φορά που έμαθα τι πάει να πει το άγγιγμά σου.
Η φορά που μου έκοψες την ανάσα ήταν όταν ακούμπησες το χέρι σου στην καμπύλη της μέσης μου. Περιμέναμε σε μια ουρά κι άρχισες να με χαϊδεύεις αφηρημένος. Όταν έφτασε η σειρά μας και πήρες το χέρι σου, ένιωσα πραγματική απώλεια. Η πωλήτρια θα σκέφτηκε ότι είμαι τέρμα ξινή με τέτοιο βλέμμα που την κάρφωσα· δεν πρόλαβα να το συγκρατήσω, άλλωστε εκείνη έφταιγε, που σε απασχόλησε. Της άξιζε η οργή μου.
Κι όταν περπατάμε, μ’ αρέσει που το χέρι σου γλιστράει και πέφτει όλο και πιο χαμηλά. Μέχρι που το χώνεις στην κωλότσεπη του τζιν μου, γα να το στηρίξεις. Να δεις που γι’ αυτό ράφτηκαν αυτές οι τσέπες. Αν είχα τον εμπνευστή τους μπροστά μου, θα του έδινα τα θερμά μου συγχαρητήρια.
Φτάνουμε τελικά στο αμάξι και σου έχω πάρει κρυφά τα κλειδιά. Θα οδηγήσω εγώ στην επιστροφή κι εσύ μου χαμογελάς στραβά κι ανοίγεις χωρίς κουβέντα την πόρτα του συνοδηγού. Πιάνω λεβιέ, πιάνεις πόδι. Σειρά μου να χαμογελάσω στραβά. Το ξέρω ότι απολαμβάνεις αυτή τη μυστική τελετουργία μας. Ο δρόμος ανοίγει και τσουλάμε με τέταρτη μέσα στην πόλη. Κοιτάς έξω απ’ το παράθυρο και το χέρι σου εκατοστό το εκατοστό ανεβαίνει ασυναίσθητα όλο και πιο πάνω. Αντανακλαστικά δίνω κι άλλο γκάζι. Δε φοβάσαι για τη ζωή σου; Δε φοβάσαι για την τύχη που θα ‘χει το χέρι σου, έτσι ανεξέλεγκτο όπως το αφήνεις; Πες μου, αλήθεια, πόσο ασυναίσθητα το κάνεις τελικά;
Τα φεγγάρια που μας βρίσκουνε μαζί συνηθίζω να ξαπλώνω μπρούμυτα πάνω σου ώστε να είμαστε στήθος με στήθος. Έτσι σου δίνω απρόσκοπτη πρόσβαση στην πλάτη μου για να με χαϊδέψεις. Μ’ έχεις μάθει πια και φροντίζεις τα χούγια μου. Από χαμηλά, στη βάση της μέσης μου, ανεβαίνεις ακροβατώντας ίσα πάνω στον αυχένα μου. Εκείνο το σημείο ίσως είναι και το πιο αδύναμο που έχω. Σαν τα γατιά, που βουτάει η μάνα τους απ’ το σβέρκο για να τα κουβαλήσει κι εκείνα παραλύουν κάτω απ’ τη λαβή της. Το έχεις καταλάβει. Το εκμεταλλεύεσαι όταν μαλώνουμε και θες να με κάνεις να πάψω. Μια φορά με είχες κάνει να βουρκώσω κιόλας. Τέλος πάντων.
Δε σου έχω πει ακόμα το πιο αγαπημένο μου απ’ όλα. Θα στο πω τώρα. Είναι όταν ακουμπάς το λακκάκι μου με το δάχτυλο, που χωράει ακριβώς κι αγκαλιάζεις με την παλάμη το υπόλοιπο του λαιμού μου. Ακριβώς από κάτω χτυπάει ο σφυγμός μου κι είναι λες κι η ζωή μου βρίσκεται σε χέρια ασφαλή. Εκεί στο λακκάκι μου είναι κρυμμένο ένα ιδιότροπο, μυστήριο συναίσθημα, που δεν του αρέσει καθόλου να το ξεβολεύουν απ’ την ησυχία του. Φανερώνεται σε λίγους και δεν ταιριάζει σε πολλούς. Ένα περίεργο πράμα, εσένα σε συμπάθησε νωρίς. Τι να πω, έχεις τον τρόπο σου με τα χέρια· ξέρεις πόσο προσεκτικά να χειριστείς μυστήρια συναισθήματα.
Αυτή λοιπόν, είναι η λίστα όσων μου έχουν λείψει. Αν τύχει και περάσει απ’ το σπίτι μου το τζίνι, θα του την απαγγείλω δυνατά και καθαρά, όπως διάβαζα το μάθημα στο σχολείο. «Ορίστε η ευχή μου» θα του πω, «κανόνισε την πορεία σου».
Κι αν εσύ μου το αρνηθείς, ισχυριστείς ότι αλλού τα χέρια σου τα αγαπάνε περισσότερο, θα γελάσουμε κι οι δύο δυνατά. Κι ας ξέρουμε ότι στο χιούμορ μπορείς πολύ καλύτερα απ’ αυτό.