Αν έχεις παρατηρήσει με προσοχή το πώς ένα μικρό παιδί επεξεργάζεται με τα μικροσκοπικά του χεράκια ένα λουλούδι, πόσο έμφαση κι ενθουσιασμό έχει όταν το ζωγραφίζει και πειραματίζεται με τα χρώματα πάνω στο χαρτί, πόσο προσηλωμένο είναι όταν του αφηγείσαι ένα παραμύθι με δράκους και ξωτικά ή πόσο χαρούμενο αισθάνεται όταν ακούει τραγούδια κι εξωτερικεύει τον κόσμο του και τα συναισθήματά του, τότε εύκολα θα συνειδητοποιήσεις πως, τόσο ο στόχος, όσο και το όραμα της παιδαγωγικής μεθόδου Waldorf υπήρξε ένας: να εκπαιδεύσει το παιδί ως ολότητα. Δηλαδή «κεφάλι, καρδιά και χέρια».
Το εκπαιδευτικό σύστημα Waldorf προήλθε από τον Rudolf Steiner ο οποίος γεννήθηκε στη σημερινή Κροατία το 1861, έζησε από τα πρώτα χρόνια της ζωής του στην Αυστρία· ήταν διδάκτωρ της φιλοσοφίας κι αρχιτέκτονας. Το 1923 ο Steiner μαζί με ομοϊδεάτες συναδέλφους του ίδρυσε τη Γενική Ανθρωποσοφική Εταιρεία στην οποία βασίζεται το εκπαιδευτικότου σύστημα και συνδυάζει θρησκευτικές ιδέες από την Άπω Ανατολή με πτυχές του χριστιανισμού, του ζωροαστρισμού και του γνωστικισμού, έχοντας σκοπό τη διατήρηση ενός ελεύθερου πολιτισμού και μιας διανοητικής ζωής για να ενισχύσει την έρευνα στην πνευματική σφαίρα.
Στην Ελλάδα, η πιο γνωστή παιδαγωγική μέθοδος είναι η Μοντεσσοριανή μέχρι σήμερα, ενώ το εκπαιδευτικό σύστημα Στάινερ το οποίο είναι μια ολοκληρωμένη μέθοδος για όλες τις σχολικές βαθμίδες με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, τις θεωρίες κι αρχές είναι πολύ διαδεδομένο και αναγνωρισμένο διεθνώς. Αριθμεί σε όλο τον κόσμο 870 σχολεία μέχρι την 12η τάξη, σε 35 χώρες, ενώ υπολογίζονται γύρω στα 1800 νηπιαγωγεία τα οποία αυξάνονται χρόνο με τον χρόνο.
Ποια είναι τα χαρακτηριστικά του συστήματος αυτού; Ένα από τα ιδιαίτερα γνωρίσματά του είναι πως οι περισσότερες σχολικές μονάδες είναι αυτοδιοικούμενες από το σύλλογο γονέων κι έχουν τη μορφή μη κερδοσκοπικών οργανισμών, ενώ σε μερικές χώρες τα σχολεία είναι πλήρως ενταγμένα στο κρατικό εκπαιδευτικό σύστημα έχοντας δημόσιο χαρακτήρα. Τα θεωρητικά θέματα προσεγγίζονται μέσα από τις τέχνες και την ελεύθερη έκφραση με σκοπό το παιδί να αποκτήσει μια φυσική αγάπη για τη μάθηση κι όχι καταναγκαστική και σε πλαίσια ανταγωνισμού, γι’ αυτό και οι βαθμολογίες και τα τεστ παραγκωνίζονται. Μια έκφραση που θεωρείται ως η πιο αντιπροσωπευτική της συγκεκριμένης φιλοσοφίας είναι: «Η υψηλότερη επιδίωξή μας είναι να προάγουμε ελεύθερους ανθρώπους, ικανούς να δίνουν οι ίδιοι νόημα και κατεύθυνση στη ζωή τους».
Είναι κατά της συστηματικής χρήσης τεχνολογικών μέσων, τηλεόρασης και υπολογιστών, γιατί θεωρούν πως το παιδί δεν αναπτύσσει τις καλλιτεχνικές κι άλλες ανησυχίες και ταλέντα που μπορεί να έχει καθώς περιορίζει τη φαντασία και τη δημιουργικότητά του, καθιστώντας το παθητικό δέκτη μιας κατάστασης που βιώνει. Τον λόγο έχει σε κάθε βαθμίδα η ανάγκη για εξερεύνηση του περιβάλλοντος, στοιχεία χορού και σωματικής έκφρασης προκειμένου το παιδί να έρθει σε επαφή τόσο με το σώμα και την ψυχή του όσο και με τη φύση για να τα σεβαστεί και να τα αγαπήσει.
Γενικώς, κάθε εξωτερική δραστηριότητα ενθαρρύνεται κάτω από όλες τις καιρικές συνθήκες γιατί η ελεύθερη σκέψη μέσω της μίμησης, των αισθήσεων και της κίνησης ενεργοποιεί ερεθίσματα και εξάπτει τη φαντασία των παιδιών. Δεν υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο πρόγραμμα ούτε μεθοδολογία διδασκαλίας γιατί επικεντρώνεται η όλη φιλοσοφία καθαρά στη βιωματική μάθηση.
Στον παιδικό σταθμό τα παιδιά έρχονται σε επαφή με τον προφορικό λόγο και την αφήγηση, ενώ μέσα από ζωγραφιές μαθαίνουν από πού προήλθαν τα γράμματα στην αρχική τους μορφή. Αργότερα, όταν προσέλθουν στο δημοτικό και προκειμένου να γίνεται ομαλά η πνευματική τους ανάπτυξη μαθαίνουν μαζί με τη γραφή και την ανάγνωση, κηπουρική, μυθολογία, βιολογία, αστρονομία, ιστορία, τέχνες όπως η μουσική- πάντα έχοντας ελάχιστη εξάρτηση από εγχειρίδια που είναι τυποποιημένα. Σε όλα τα παιδιά δίνεται η δυνατότητα να δοκιμάσουν και άλλες δραστηριότητες όπως η κατασκευή μαριονέτας, η βιβλιοδεσία ακόμα και η ξυλογλυπτική, ενώ πάντα ενθαρρύνεται ένα πλαίσιο συνεργασίας και ομαδικότητας μακριά από ανταγωνισμούς, ακόμα και στα ομαδικά αθλήματα τα οποία εισάγονται στις ανώτερες βαθμίδες.
Σημαντική είναι και η σχέση που διαμορφώνει ο δάσκαλος με τους μαθητές ο οποίος γενικά προσαρμόζει τη διδασκαλία του σύμφωνα με τις ιδιαιτερότητες, τις ικανότητες και την ιδιοσυγκρασία κάθε μαθητή χωρίς να τούς διαχωρίζει σε «καλούς» και «κακούς» ενώ διδάσκει μια ομάδα παιδιών για πολλά χρόνια προκειμένου να αναπτυχθεί μια σχέση εμπιστοσύνης και κατανόησης και από τις δυο πλευρές.
Σε κάποιες χώρες του εξωτερικού υπάρχουν επικριτές και δημιουργούνται κάποια ερωτήματα για τα σχολεία της φύσης καθώς υπήρξαν μαρτυρίες για διάφορα περιστατικά σχολικού εκφοβισμού, ρατσισμού και θρησκευτικής φύσης θεμάτων, όπως και σε κάθε μοντέλο άλλωστε που αφορά το εκπαιδευτικό σύστημα. Αν και το πρώτο σχολείο Waldorf άρχισε να λειτουργεί το 1919 και το Σπίτι των Παιδιών της Montessori το 1907, η μεγαλύτερη σύγκριση ή σύγκρουση σε ό,τι αφορά αυτά τα δυο εκπαιδευτικά συστήματα είναι γεγονός, καθώς οι διαφορές τους είναι πως δε συμφωνούν στο όριο ηλικίας, στο ότι οι ενήλικες πρέπει να είναι απόμακροι και στο γεγονός πως το Μοντεσσοριανό μοντέλο απουσιάζει η μουσική και το θέατρο όχι μόνο σε αντίθεση με τα σχολεία Waldorf αλλά και με άλλα συστήματα. Παρ’ όλα αυτά και τα δυο -κι ας έχουν διαφορετικές απόψεις- περιστρέφονται γύρω από το παιδί.
Ζούμε σε μια εποχή που η πληροφορία στο διαδίκτυο υπάρχει για να κάνει τη ζωή των γονέων πιο εύκολη έτσι ώστε μέσα από έρευνα να διαπιστώσουν τι είναι αυτό που θα ταιριάξει και εξελίξει σε κάθε επίπεδο το παιδί του. Οι επιλογές είναι αρκετές για να βρει ο καθένας αυτό που θα ταιριάξει καλύτερα στην ιδιοσυγκρασία του και θα το μάθει να λειτουργεί σε ένα κοινωνικό σύνολο που σέβεται τη διαφορετικότητα των άλλων και καλλιεργεί την ελεύθερη βούληση.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου