Οι αντιδράσεις του καθενός μας καθορίζονται απ’ το ιστορικό που υπομένει να κουβαλάει. Από ένα παρελθόν αλυσοδεμένο πάνω του που διαμορφώνει μια συνέχεια στη δική του πορεία. Το κάθε ιστορικό μας αναγκάζει να τηρούμε ένα σύστημα προκαταλήψεων, τόσο για μια οικεία για εμάς τυπολογία ανθρώπων όσο και για τον ίδιο μας τον εαυτό.
Η προσωποποίηση του εαυτού μας σε καταστάσεις εκκινεί μια διαδικασία αποκάλυψης, πράγμα που απαιτεί μια οικειότητα με τον άλλον και κάποια αυτοπεποίθηση για να μπορέσουμε να εκτεθούμε άφοβα, χωρίς ενδοιασμούς. Δεν αρέσει σε όλους η έκθεση, δεν την προτιμάνε, άλλωστε, εξαιτίας εμπειριών ή γιατί ίσως δεν τους ταιριάζει. Για κάποιους είναι γοητεία να ‘ναι κρυψίνοες. Ελκύουν το ενδιαφέρον για τους λίγους σημαντικούς, χωρίς καν να προσπαθήσουν. Γι’ αυτούς το άνοιγμα ψυχής έρχεται με την προσπάθεια του άλλου. Απαιτεί το νοιάξιμό του, σαν μια κινητήρια δύναμη. Τα στάνταρ τους είναι υψηλά και δεν ξεκλειδώνουν την πόρτα τους σε όλους αλλά μονάχα σε επίλεκτους.
Ο φόβος της απόρριψης έρχεται με την οποιαδήποτε έκθεση. Υποστηρίζουμε ότι αντέχουμε τις έντονες κριτικές, αλλά δε γλυτώνουμε από αλήθειες. Βέβαια, όλοι έχουμε δεχτεί αυστηρά σχόλια, αλλά οι αντιδράσεις ποικίλουν ανάλογα με περιστάσεις. Υπάρχουν περιπτώσεις που επιλέγουμε να μην εκθέτουμε άλλους, γιατί δε θα θέλαμε άλλοι να μας εκθέσουν. Ισχύει, δηλαδή, εκείνος ο ηθικός κανόνας του «δε θα σου έκανα ό,τι δε θα ήθελα να μου κάνουν». Οι έντονες κριτικές φέρνουν κόμπλεξ κι αμηχανία σε πρόσωπα που επιθυμούν την ιδιωτικότητά τους να τη μοιράζονται σε κλειστούς κύκλους.
Παλιές φιλικές σχέσεις που ανεχτήκαμε το ένα σχόλιο μετά το άλλο, έχοντας αποδεχτεί μονάχα ότι καθένα προορίζεται για το καλό μας. Αυστηρές κριτικές που σε μια μεγάλη συχνότητα μας έκαναν να τις αποδεχόμαστε τυφλά, πιστεύοντας ότι ο φίλος ήταν καλοπροαίρετος κι ότι πάντα θα είναι. Συνεπώς, τέτοια στίγματα μας αποθαρρύνουν απ’ την απλή αποδοχή και μας αναγκάζουν να φιλτράρουμε κάτι λίγο περισσότερο, φτάνοντας στα όρια της υπερανάλυσης.
Όσον αφορά τις ερωτικές σχέσεις, μάλλον η λέξη «εμπιστοσύνη» ελαχιστοποιεί τις πιθανότητες για έκθεση. Εκεί θέλουμε να ‘μαστε και να φαινόμαστε άνετοι, χωρίς να δείχνουμε την παραμικρή αδυναμία, γιατί θα προκαλέσουμε και τον άλλον να ανοιχτεί -κι αυτό θα φέρει αμηχανία, απόσταση, ίσως κι ένα τέλος σε κάτι που δεν άρχισε. Δεν άρχισε γιατί το «φαίνεσθαι» μπορεί να επικρατεί στο πρόσωπο κάποιου κι όταν αποκαλύπτεται το «είναι» δεν μπορεί να γίνει εύκολα αποδεκτό.
Το φορτίο της αμοιβαιότητας ίσως να ‘ναι μεν βαρύ και φυσικό επόμενο για την εξέλιξη μιας σχέσης, κάτι σαν δράση-αντίδραση, αλλά είναι δύσκολο να κάνει κάποιος την αρχή. Μπορεί να καταρριφθεί η εικόνα που έχουμε για τον άλλον. Η συνηθισμένη εικόνα του απαθή κι εσωστρεφή μπορεί να μας χαλάσει μια ρουτίνα συμπεριφορών, κι εκεί το ζήτημα πιάνει πάγο.
Στην ουσία, λοιπόν, γεννιέται μέσα μας η προκατάληψη ότι είμαστε κατώτεροι των περιστάσεων κι ας έχουμε δείξει ανωτερότητα σε κάποιες στιγμές. Φοβόμαστε ότι οι αντιδράσεις μας δε θα ‘ναι «εύστοχες», προκειμένου να υπερασπιστούμε τον εαυτό μας. Δεν υπήρξαμε αρκετά δυνατοί για να το κάνουμε στο παρελθόν κι αποδείχθηκαμε για άλλους αυστηροί στο μέλλον. Κι αυτό δε θέλουμε. Να χάσουμε κι άλλους γιατί για κάποιους η ευθύνη δε μοιράζεται αλλά καταλογίζεται σε μία μονάδα.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη