Στη ζωή μας γνωρίζουμε πολλά άτομα, εκ των οποίων ξεχωρίζουμε ελάχιστα. Είναι αυτά που βάζουμε στην καθημερινότητά μας, στο σπίτι μας και κατ’ επέκταση στην καρδιά μας. Ο καθένας, βέβαια, έχει τη δική του θέση σ’ αυτήν. Αυτό δε μας υπόσχεται, όμως, ότι κι εκείνος νιώθει το ίδιο για μας -είτε φιλικά είτε ερωτικά. Και συνήθως, η δεύτερη περίπτωση είναι που μας τσούζει περισσότερο. Όταν δε δημιουργούνται αμοιβαία αισθήματα.
Είναι κάτι που κάνει «μπαμ» απ’ την αρχή, μα αρνούμαστε να δούμε ξεκάθαρα. Χτίζουμε, δηλαδή, παλάτια που καταστρέφονται στο άκουσμα της εξής ευγενικής φράσης: «Σε βλέπω φιλικά». Ξέρουμε πως συμβαίνει και στις καλύτερες οικογένειες, γι’ αυτό κι αποτελεί τη νούμερο ένα δικαιολογία, που ίσως πονάει περισσότερο.
Παρ’ όλα αυτά, ο πόνος αυτός συνήθως είναι παροδικός. Καθώς περνάει ο καιρός, συνειδητοποιούμε πως μια ξεκάθαρη απάντηση σαν αυτή μας δίνει το κίνητρο να προχωρήσουμε παρακάτω, χωρίς να κάνουμε ανώφελες προσπάθειες. Χωρίς να παραμένουμε κολλημένοι στο παρελθόν, χάνοντας το παρόν μας. Γιατί μπορεί να θίχτηκε ο εγωισμός μας, μα αυτός ο άνθρωπος ήταν ευγενικά ξεκάθαρος απέναντί μας κι οφείλουμε να του το αναγνωρίσουμε.
Κακά τα ψέματα, πονέσαμε, κλάψαμε, χτυπηθήκαμε, μα ήταν θέμα χρόνου να το ξεπεράσουμε και να προχωρήσουμε. Θέμα χρόνου, διότι ο εγωισμός που κρύβουμε μέσα μας έκανε καλή δουλειά αυτή τη φορά. Επομένως, ως συχνότητα η φιλική απόρριψη μπορεί να ’ναι στα ύψη αλλά ως διάρκεια είναι περιστασιακή.
Απ’ την άλλη, ας σκεφτούμε τον άνθρωπο που γελάσαμε, ζήσαμε εμπειρίες μαζί, τον βάλαμε στην καλύτερη θέση της καρδιάς μας, κι εκείνος τελικά δεν ήταν καν ξεκάθαρος απέναντί μας. Τον άνθρωπο που έβλεπε την εξέλιξη της σχέσης, των συναισθημάτων, της χημείας ανάμεσά μας και δεν έκανε βήμα για να τα σταματήσει. Δεν έκανε βήμα, όμως, και για να τα προχωρήσει. Είναι αυτός που την κατάλληλη στιγμή είπε «Θέλω να ζήσουμε πράγματα μαζί μα όχι τώρα. Σε θέλω, αλλά ας το αφήσουμε για το μέλλον».
Και με την πρώτη σκέψη χαίρεσαι, γιατί νομίζεις πως σε νοιάζεται τόσο και δε θέλει να σε χάσει από δίπλα του κι όλα τα σχετικά. Μα, καθώς περνάει ο καιρός, κι εκείνος ζει ανέμελος τη ζωή του πλανάται το ερώτημα: «Γιατί να μην τα ζήσουμε τώρα, δηλαδή, μαζί;».
Κι είναι ένα ερώτημα που συνήθως δεν απαντάται, γιατί αυτός που το σκέφτεται, δεν έχει το θάρρος να το ξεστομίσει. Και δεν το έχει, γιατί είναι ο πιο ευάλωτος, πλέον, ανάμεσα στους δυο. Είναι εκείνος που ένιωσε όντως ή που ένιωσε έστω περισσότερα απ’ τον άλλον. Αντιλαμβάνεται πως κι αυτή η απάντηση είναι ένα είδος απόρριψης, που δεν πονάει μόνο τότε, αλλά όλον αυτό τον καιρό μέχρι τώρα. Γιατί δεν είναι ξεκάθαρη.
Γιατί ο άλλος μπορεί, όντως, να ένιωσε κάτι, αλλά δεν ήταν έτοιμος να το κάνει δυνατότερο. Δεν ήταν έτοιμος να παρατήσει όλα τα υπόλοιπα για να το ζήσει. Κι έτσι προτίμησε ν’ αφήσει ένα παραθυράκι ανοιχτό σε περίπτωση που δε βρει κάτι καλύτερο απ’ τη δική σας χημεία.
Είναι στην ουσία μια ανώριμη απάντηση ενός ανθρώπου που δεν είχε το θάρρος της επιλογής του. Μια απάντηση που μας κρατάει δεμένους σ’ εκείνο το παρελθόν, αφήνοντας μια υπόσχεση μέλλοντος που πιθανότατα δεν εννοεί, εγκλωβίζοντάς μας σε κάτι που δε μας αξίζει, τελικά. Κι όχι γιατί δε ένιωσε όπως εμείς, αλίμονο αν τον κατηγορούσαμε γι’αυτό, αλλά γιατί δε σεβάστηκε τα συναισθήματά μας, καταδικάζοντάς μας σε μια μάταιη αναμονή.
Διάλεξε μια ανώριμη, λοιπόν, απόρριψη, ντυμένη μ’ ένα πανέμορφο παραμύθι αγάπης που τρέφει ελπίδες, ανοίγει δρόμους για το μέλλον και τους κλείνει για το παρόν. Κι η απάντηση σ’ αυτό θα πρέπει να ‘ναι, με δύο λέξεις, ή τώρα ή ποτέ.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη