Κρασί. Μία λέξη, μόλις τέσσερα γράμματα, χιλιάδες γεύσεις, εκατομμύρια αναμνήσεις. Από κόκκινο, ροζέ, άσπρο, σε γλυκό, ημίγλυκο, ξηρό κι ένα σωρό άλλοι χαρακτηρισμοί που συνοδεύουν ξεχωριστά την κάθε περίσταση.
Είναι εκείνο το ξηρό λευκό που χαρακτηρίζει κάθε οικογενειακή συνάθροιση, το κόκκινο που πάει πακέτο με δυο κεριά κι ένα ρομαντικό δείπνο αλλά κι αυτό το ημίγλυκο καραφάκι, που αδειάζει κάθε 5 λεπτά στις εξόδους της παρέας. Κι ας δώσουμε τα εύσημα σ’ αυτό το τελευταίο που δημιουργεί τις καλύτερες αναμνήσεις.
Γιατί, εδώ που τα λέμε, πρέπει να δείξουμε κι ένα χαρακτήρα στο οικογενειακό τραπέζι. Πόσο άβολο θα ήταν να πίναμε περισσότερο απ’ τους γονείς μας και πόσο ντροπιαστικό να ξεφουρνίζαμε ιστορίες που δε θα ‘θελαν ούτε οι ίδιοι να ξέρουν! Απ’ την άλλη, ούτε στο ρομαντικό δείπνο με το αμόρε θα μπορούσαμε να αφήσουμε τον εαυτό μας ελεύθερο να πιει όσο θέλει, κυρίως στις αρχές μιας σχέσης. Τι θα σκεφτόταν αν χρειαζόταν να μας κουβαλούσε στο γυρισμό, για να μη σωριαστούμε πουθενά; Ούτε θα ήταν ευγενικό να μάθαινε για τα κατορθώματα των πρώην και πώς θα μπορούσαμε διαφορετικά να το ‘χαμε χειριστεί. Γιατί, ως γνωστόν, στα μεθύσια μας ζωντανεύουν αναμνήσεις του παρελθόντος και ,στη χειρότερη, ακούγονται κι εκείνοι οι υποτιθέμενοι διάλογοι, που θα μπορούσαν να ‘χαν γίνει, μα τους πνίξαμε στα ανείπωτα και τώρα μαθαίνουν κολύμπι στις κολυμπήθρες αλκοόλ που κατεβάσαμε.
Τι καλύτερο, λοιπόν, απ’ όταν είσαι με τα φιλαράκια και νιώθεις πιο άνετα ακόμη κι απ’ το να ‘σαι μόνος σου; Είναι εκείνες οι μέρες που βρίσκουν τις παρέες στα στέκια τους. Είτε ένα καθημερινό μεσημεράκι είτε εκείνο το βράδυ που είχατε τρελή διάθεση όλοι. Βασικά, μπορεί και να μην είχατε, αλλά σίγουρα μετά το δεύτερο-τρίτο καραφάκι σας ήρθε. Είναι αυτό το άτιμο κρασί που κάνει πολύ καλά τη δουλειά του. Δεν είναι βαρύ, είναι γλυκό, μεθυστικό και πίνεται σαν νερό, για να πούμε και του στραβού το δίκιο.
Κι έπειτα βοηθά και το κλίμα του μαγαζιού. Όλοι είναι πιο ξέγνοιαστοι, πιο χαλαροί, πιο ο εαυτός τους σ’ εκείνα τα γνωστά ταβερνάκια. Ούτε ψηλοτάκουνα, ούτε πουκάμισα, ούτε τίποτα απ’ αυτά που χρειάζονται την πολύωρη ετοιμασία που απαιτούν οι πιο κυριλέ έξοδοι. Αυτό είναι το μαγαζί που απαιτεί ψυχή, φωνή και κρασί -για να μην ξεχνιόμαστε.
Και ξεκινά το τσούγκρισμα, το τραγούδι, το πείραγμα και πλέον δεν υπάρχει ντροπή για τη συμπεριφορά, για τα λόγια που σου ξεφεύγουν και για τον χορό που πρόκειται να ακολουθήσει. Όλοι βρίσκονται στην ίδια κατάσταση και κανείς δε θα θυμάται τα καμώματα κανενός. Εκτός βέβαια από ‘κείνο το μέλος της παρέας που δεν πίνει ποτέ και γι’ αυτό έχει αναλάβει και τον προστατευτικό ρόλο. Το γνωστό άτομο που θα μας μεταφέρει όλους ασφαλείς στο σπίτι, θα θυμάται τον δρόμο, τα κλειδιά κι άλλα τέτοια μικροπράγματα, που φαντάζουν λεπτομέρειες για τους υπόλοιπους. Γιατί το μόνο που υπάρχει στο μυαλό κάτι τέτοιες ώρες είναι οι στίχοι απ’ τα τραγούδια που ακούγονταν όλο το βράδυ και που δεν είχες καν την εντύπωση ότι τα ξέρεις τόσο καλά, τελικά.
Παρ’ όλα αυτά, όμως, και ξεπερνώντας τον πονοκέφαλο της επόμενης μέρας, ξαναγυρνάς πίσω στο χθεσινό σου παραστράτημα, θυμάσαι όσα μπορείς, κι αναμένεις την επόμενη εξόρμηση. Γιατί αυτό το μεθύσι είναι απ’ τα καλά. Απ’ αυτά που περιμένεις πώς και πώς την επανάληψή τους και δεν καταριέσαι την ώρα και τη στιγμή που ήπιες ό,τι υπήρχε στο μαγαζί. Γιατί αποτελεί την ιδανικότερη επιλογή για κάθε περίσταση και την καλύτερη συνταγή για κάθε έξοδο.
Γιατί οίνος ευφραίνει καρδίαν, όπως όλοι ξέρουμε!
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη