Αγαπητή Μαρία,
Ελπίζω να μου συγχωρέσεις τον ενικό, μιας και δε θα καταφέρουμε ποτέ να γνωριστούμε πραγματικά. Θυμάμαι τη φωνή σου να «λούζει» την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα το 2004 για λίγα δευτερόλεπτα και το χειροκρότημα να μη σταματά. Κι εκεί που τραγουδάς «O patria mia» και λυγίζουν όλοι, αναρωτιέμαι τι συνέβη κι εσένα –μια τόσο δυνατή ελληνική ψυχή- κατάφεραν και σε λύγισαν πολλοί. Ο ενικός μου μάλλον προέκυψε γιατί αν μπορούσα, θα μιλούσα πιο πολύ στη Μαρία και καθόλου στην Κάλλας. Γιατί όταν έπεφτε η αυλαία, έφευγε η ντίβα κι ερχόταν η γυναίκα.
«Έντυσες» μια ζωή με τη μοναδική φωνή σου, η οποία πολλές φορές άγγιζε την τελειότητα. Κι αυτή την τελειότητα δε την έχει φτάσει κανείς πιστεύω μέχρι σήμερα. Άραγε αυτή την τελειότητα και τη μοναδικότητά σου γιατί δε την έβλεπαν περήφανα οι γονείς σου; Θεώρησαν σωστό να σε εκμεταλλευτούν στο έπακρο, χωρίς να βλέπουν όλα αυτά τα κατάλοιπα στην ψυχή και στο σώμα σου που γράφονταν επάνω σου από τη συμπεριφορά τους. Αυτοί που έπρεπε να σου μάθουν να αγαπάς το σώμα σου, σε γέμισαν ενοχές και ζύγιζες μέχρι τέλους και τον αέρα που ανέπνεες.
Και νόμιζες ότι η αγκαλιά του πολυαγαπημένου σου Μπατίστα θα σε λύτρωνε. Σε πήρε και σε στήριξε στην καριέρα σου. Ήταν ο Πυγμαλίωνάς σου. Τον παντρεύτηκες κι έγινες κυρία Μενεγκίνι. Κι αυτός τι έκανε; Σε χρησιμοποίησε, για να βγάλει χρήματα, να κλείσει τα δικά του λάθη. Λάθη για τα οποία εσύ δεν έφταιγες. Λάθη που εσύ δεν τα γνώριζες. Κι όταν τα έμαθες, μίλησε η οργή μέσα σου και τον αποκάλεσες «ο νταβατζής σου». Του πέταξες κάτι παρτιτούρες στα μούτρα, γιατί η αλήθεια στάθηκε βαριά. Αν ήταν η αλήθεια. Γιατί ίσως να άκουγε στο όνομα «Άρης».
Ο Άρης ή ο Αρίστος σου που έμελλε να σε καταδικάσει σε πενία αγάπης. Γιατί αυτό αναζητούσες μια ζωή. Και περίμενες ότι μετά τον θυελλώδη έρωτα θα έρθει η γαλήνη της αγάπης. Αλλά τελικά ήταν η δική σου inferno, το κολαστήριο που φυλακίστηκε η ψυχή σου. Έζησες έναν έρωτα εκτός ορίων και δυνατό, χωρίς αναστολές, χωρίς κανόνες. Κι όταν άρχισες να ζητάς τα αυτονόητα, εκεί ο γοητευτικός Αρίστος μεταμορφώθηκε στον αδίστακτο Ωνάση. Και κατάφερε να ξεπεράσει και τα όρια της δικής σου ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Δεν ξέρω αν μέσα στη δίνη της σχέσης αυτής, σήμερα, εσύ Μαρία, θα συναινούσες σε παρεκτροπή του. Το επέτρεψες όμως. Τον άφησες να σε διαλύσει. Και δεν σου άξιζε. Όχι μόνο για τη Μαρία μέσα σου αλλά και για τον μικρό Όμηρο, που δε θα μάθουμε ποτέ αν «έφυγε» μόνος του ή τον «έδιωξαν».
Κι όταν το 1968 ο Αρίστος σου σε αποτελείωσε ψυχικά και ψυχολογικά μέσα από την αγκαλιά μιας άλλης γυναίκας, ανάγκασε μια υφήλιο να σε κοιτάει με λύπηση και συμπόνια. Κι εσύ αντί να σταθείς στα πόδια σου, κλείστηκες στην κατάθλιψη κι άφησες την αρρώστια να φάει το κορμί και τη φωνή σου. Κι όμως αυτή η φωνή, αυτό το ταλέντο σου, μπορούσε να σε απελευθερώσει από τα δεσμά των θυτών σου, είτε λέγονταν γονείς, είτε σύζυγοι, είτε έρωτας. Γιατί στην Όπερα του Παρισιού, τότε, τον Δεκέμβρη του 1973, ο κόσμος δεν αποθέωνε κανέναν Ωνάση, κανέναν Μενεγκίνι αλλά την Κάλλας, τη Μαρία, για την οποία η αυλαία άνοιξε κι έκλεισε 10 φορές.
Άφησες μια πίκρα να σου τρώει τα σωθικά. Κι ο θυμός σου πού ήταν; Όχι απλός θυμός. Οργή δυνατή σαν θάλασσα, σαν το Αιγαίο που σκορπίστηκες για να ταξιδεύεις όταν έφυγες από τη ζωή. Οργή για να ξορκίσεις τους δαίμονές σου. Να τους κλείσεις την πόρτα, να τους θάψεις, να τους αφανίσεις από μέσα σου. Για να ζήσεις κι εσύ όπως σου το χρωστούσε η ζωή. Ελεύθερη, να σε αγαπάει κάποιος που αξίζει να νιώθει κάθε ανάσα σου. Αλήθεια και καθαρά στο λέω, ότι θα έπρεπε να το κάνεις.
Να ξέρεις, αν και πέρασαν χρόνια, εγώ θα σε θυμάμαι για τη φωνή που άφηνε τον νου να ταξιδεύει για ώρες, αλλά και για τη δύναμη που είχαν τα πόδια σου. Να στέκονται στη σκηνή στο ύψος τους κρύβοντας τόσο πόνο. Δε σου άξιζε Μαρία. Όμως εμείς, ευχαριστούμε για όλα.
Με εκτίμηση
Μια γυναίκα
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου