Πρώην αγαπημένε μου,

Μοιάζει αστείο να σε προσφωνώ έτσι- λες και μπορεί στ’ αλήθεια κάποιος να ξε-αγαπήσει κάποιον που σήμαινε τόσα για τη ζωή του. Λες κι είναι εύκολο να πατήσεις το κουμπί του off και να σβήσουν τα πάντα, όπως θα έσβηναν τα φώτα της μεγάλης παράστασης της ζωής μας. Σου γράφω, κι αν με ρωτήσεις δεν ξέρω να σου απαντήσω γιατί σου γράφω. Μάλλον επειδή  είναι ευκολότερο οι σκέψεις μου να βρουν ουσία αν δω τις λέξεις αποτυπωμένες μπροστά μου, παρά ως φωνές που ουρλιάζουν μέσα στο μυαλό μου.

Ποτέ δεν το κατάλαβα! Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί τελείωσε η δική μας ιστορία, όσες φορές κι αν την έφερα ξανά στους συνειρμούς μου για να την επεξεργαστώ, για να δω καρέ- καρέ σαν κινηματογραφικό μοντάζ όλες μας τις στιγμές ώστε να βρω το λάθος. Εκείνο το ένα απ’ τα πολλά, το μοιραίο. που μας κόστισε τις Κυριακές τα πρωινά με ζεστό γαλλικό και κουβέρτα στα πόδια.

Για μια φορά στη ζωή μου θεώρησα ότι μπορούσα να τα ‘χω όλα. Και τα πρωινά των Κυριακών μα και Δευτέρες που να αντέχονται. Θεώρησα ότι μπορούσα να ζήσω το απόλυτο.Ειρωνεία! Όταν κάνεις σχέδια, η ζωή κάνει καινούργιο στομάχι από τα γέλια. Κι η δική μας ξεκαρδίστηκε.

 

 

Κρατούσα τους τοίχους μου ψηλά -γερό κατασκεύασμα άλλωστε-, μην τυχόν πλησιάσει κανείς αρκετά και διαλύσει έστω κι ένα λιθαράκι, μην τυχόν δει την αλήθεια μου. Φοβόμουν, σίγουρα περισσότερο απ’ όσο έδειχνα κι απ’ όσο μπορούσα να παραδεχθώ, ακόμη και στον ίδιο μου τον εαυτό. Είναι δύσκολο να μάθεις να δείχνεις την αγάπη σου σε κάποιον όταν έχεις ξοδέψει χρόνια ολόκληρα να διδάξεις στον εαυτό σου πώς να μη δείχνει τι νιώθει, πώς να κρατάει τα πάντα για τον εαυτό του. «Όσο περισσότερο δένεσαι μ’ έναν άνθρωπο, τόσο περισσότερο μπορεί να σε πληγώσει όταν φύγει»· στο ‘λεγα και γελούσες. Το εννοούσα. Το ήξερες κι εσύ κι ας μη το παραδεχόσουν.

Και τώρα που θέλω να παλέψω και να το προσπαθήσω όλο από την αρχή, νιώθω σαν να ποτίζω ένα μαραμένο λουλούδι που ΄χει ξεραθεί δυο μήνες πριν. Τι κι αν σου γράφω;

Ένα «Διαβάστηκε» μόνο γλιτώνω κι αυτό γιατί δεν έχω το θάρρος να σου απευθυνθώ άμεσα και μόνο σε σένα. Τι κι αν τρέξω να σε βρω για να φωνάξω αυτό το κινηματογραφικό «Σ’ αγαπώ ακόμη»; Δε θα θέλεις να το ακούσεις. Τι κι αν έψαχνα παντού την μορφή σου, κάτι να σου μοιάζει; Κανείς δεν ήταν εσύ.

«Τι κι αν.»  Σε τρεις λέξεις έχουμε αποτυπώσει όλη μας την αγωνία για τα περασμένα, για όσα κλειδώσαμε μέσα μας, λες κι ήταν σεντούκι του πιο μυθικού θησαυρού, αλλά ποτέ δεν κλειδώναμε σωστά. Έβγαιναν, τότε ξανά στην επιφάνεια κι αφού θαλασσοπνίχτηκαν έφτασαν να μας χτυπούν την πόρτα επιδεικτικά, με θράσος, απαιτώντας να τ’ αντιμετωπίσουμε.

Τρεις τόσα δα λεξούλες, ικανές να στοιχειώσουν το μυαλό κάποιου με τόσο επιδέξιο τρόπο, που θα τον κάνουν ν’ αναρωτιέται αν πράγματι έχουν νόημα όσα κάνει, αν θα του επιφέρουν το αίσιο τέλος που τόσο επιζητεί. Μα, όλα είναι ρόδα. Σωστά;

Τι κι αν μ’ έψαχνες εσύ τότε; Εγώ είχα πάντα δουλειά.

Τι κι αν προσπαθούσες; Εγώ είχα ένα κάστρο να φτιάξω.

Τι κι αν φώναζες να το παλέψουμε; Είχα τα αυτιά κλειστά μην μπορώντας να παραδεχθώ τα λάθη μου.

Πολλές φορές, πλέον, μου υπενθυμίζω ότι η ζωή προχωρά κι έτσι, χρωστάμε στον εαυτό μας να πάμε παρακάτω. Κι αν δεν είμαστε τόσο βλάκες, να μην επαναλάβουμε τα λάθη στην επόμενή μας σχέση. Κάπως σαν να μας χρωστάμε να γίνουμε λίγο γενναίοι, μας χρωστάμε να μην έχουμε άλλα «τι κι αν» την επόμενη φορά που θα μας χτυπήσει ο έρωτας την πόρτα.

Έλα όμως, που τον έρωτα εγώ τον ήθελα μαζί σου. Τι κι αν απόψε σε συναντήσω τυχαία στον δρόμο ή τα πιούμε στο ίδιο μπαρ;

Πάλι δε θα είσαι δικός μου. Δικαίως; Μάλλον ναι.

 

Με αγάπη,

Το μεγαλύτερο σου «τι κι αν».

 

Θέλουμε και τη δική σου ιστορία!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Κατερίνα Μάρου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου