Αγαπητέ κύριε Χριστιανόπουλε,

Νιώθω έντονα ότι μπορώ να σε αποκαλώ Ντίνο, σαν να είμαστε φίλοι χρόνια μιας και νιώθω ότι ξέρεις όλα τα κομμάτια της ψυχής μου -ακόμα και τα πιο σκοτεινά- καλύτερα από ό,τι τα ξέρω κι εγώ η ίδια. Κι έτσι, όπως θα συζητούσα με έναν φίλο για όσα με βασανίζουν, στέλνω αυτή την επιστολή για να συζητήσουμε το θέμα που ποτέ δε στερεύει τον έρωτα.

Έγραψες πολλά για ‘κεινον, τον δίκασες με τον τρόπο σου και τον έφερες αντιμέτωπο με τα λάθη του, όπως ακριβώς κι όλους εμάς. Εμάς τους ανθρώπους που τόσο λίγοι φαινόμαστε μπροστά του και τόσο ανάξια προσπαθούμε να τον ζήσουμε. Συνεχώς ζητάμε έναν μεγάλο κεραυνοβόλο έρωτα που αφού πρώτα μας αναστατώσει με τους κεραυνούς του, ζητάμε να καλύψει με λουλούδια και τρυφερότητα όλο το χάος γεμίζοντάς μας γαλήνη- από κείνη την περίεργη που φοβάσαι ότι θα χαλάσει αλλά δε χαλάει ποτέ.

Ονειροπαρμένους δε θα μας αποκαλούσες; Πάντοτε χείμαρρος ήσουν με τους ανθρώπους κι ειλικρινής, δεν έμαθες να μασάς τα λόγια σου και γι’ αυτό ακριβώς είσαι η καλύτερη περίπτωση για να δώσεις σε κάποιον συμβουλή- αν και δε θα ήθελες.

Το ‘χες πει κι εσύ πως είμαστε περίεργες γενιές, γιατί προτιμούμε να καυλώνουμε από τα κινητά κι όχι από κοντά. Πάντα ήθελα να μάθω, εσύ πώς ερωτεύτηκες; Λένε, ότι γεννήθηκες αιρετικός του έρωτα και της μοναξιάς. Ύμνησες την παράνομη πλευρά του, την κρυφή, στην ποίηση σου. Ύστερα έγραψες για όλους αυτούς τους έρωτες που βαθιά μας πληγώνουν και δεν επουλώνονται τα τραύματα ποτέ. Το έκανες όμως με τέτοιον τρόπο που έμοιαζε επαναστατική κίνηση.

 

«Εσείς που βρήκατε τον άνθρωπό σας

κι έχετε ένα χέρι να σας σφίγγει τρυφερά,

έναν ώμο ν’ ακουμπάτε την πίκρα σας,

ένα κορμί να υπερασπίζει την έξαψή σας,

κοκκινίσατε άραγε για την τόση ευτυχία σας,

έστω και μια φορά;

είπατε να κρατήσετε ενός λεπτού σιγή

για τους απεγνωσμένους;»

 

«Απελπισμένους» αποκαλείς τους ανθρώπους που δεν μπορούν να βρουν αμοιβαίο έρωτα, κι η αλήθεια είναι ότι αναρωτήθηκα πολλές φορές γιατί υπήρξες τόσο σκληρός με τα λόγια σου. Αλλά όσο περνούν τα χρόνια, καταλαβαίνω ότι όσο κι αν λέμε οι άνθρωποι ότι μπορούμε να ζήσουμε χωρίς έρωτα, ότι έτσι θα έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο και θα είμαστε πολύ πιο δυνατοί, τόσο καταλαβαίνουμε ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Τι να την κάνει ο άνθρωπος μια ζωή τακτοποιημένη, ήσυχη, σχεδόν αποστειρωμένη αν δεν έχει με κάποιον να τη μοιραστεί;

«Εκείνοι που μας παίδεψαν βαραίνουν μέσα μας πιο πολύ» είχες γράψει άλλοτε, και μέσα σ’ αυτές τις λίγες λέξεις έκλεισες όλο το νόημα του έρωτα εκείνου που τον χωρίζει από τη μοναξιά μια τόσο δα γραμμούλα. Απόλυτος ο έρωτας για σένα, απόλυτη κι η μοναξιά. Τα βράδια συχνά συνόδευαν τα ποιήματά σου, γιατί ήξερες πως τότε ο έρωτας κι η μοναξιά σε πονάνε περισσότερο, σε περικυκλώνουν και δεν μπορείς να βγάλεις άχνα. Νιώθεις να σε πνίγουν και να σε τραβούν στον βάλτο της δικής τους απελπισίας.

Στην τελευταία σου συνέντευξη είπες: «Τώρα είμαι άρρωστος, δεν μπορώ να βγω έξω. Κάθομαι εδώ και περιμένω. Τι περιμένω βέβαια δεν ξέρω, αλλά εν πάσει περιπτώσει, κάποτε έβγαινα κι όργωνα τη Θεσσαλονίκη. Τώρα έχει αλλάξει, είναι μια άλλη, δεν την αναγνωρίζω.» Πολύ θα ήθελα να ζήσω την μπαρότσαρκα της Θεσσαλονίκης μαζί σου, να κάθομαι και να μου λες τις ιστορίες του έρωτά σου στα λαδάδικα και τα κάστρα. Αναρωτιέμαι, φταίει κι η πόλη που έγινες τόσο ερωτικός στην ποίησή σου;

«Δεν είμαι πολύ καλός στις περιγραφές και φοβάμαι μήπως σας απογοητεύσω» είπες κάποτε. Εσύ; Εσύ που περιέγραψες τέλεια την ηδονή, την κάβλα, το ξεγύμνωμα, τον έρωτα χωρίς ανταπόκριση, που μίλησες με λέξεις που δεν είχαν εφευρεθεί θαρρείς, για απόλυτη υποταγή και για τον πόνο που νιώθεις όταν όλα αυτά ρίξουν αυλαία. Αντισυμβατικός στα πάντα σου, δεν τις ήθελες τις διακρίσεις, δεν πήγες ποτέ στις βραβεύσεις σου και φήμες λένε ότι τους έκλεινες το τηλέφωνο λέγοντάς τους «εμένα βρήκατε να τιμήσετε;». Μα ποιον άλλο;

 

«Ὅσοι δεν εἶναι ἀρκετά κολασμένοι πρέπει ἐπιτέλους νὰ σωπάσουν,

να δοῦν μὲ τί καινούριους τρόπους μποροῦν ν’  ἀπαυδήσουν τη ζωή.

Εγκαταλείπω την ποίηση δε θα πεῖ προδοσία.

Νὰ μὴ μὲ κατηγορήσουν για  εὐκολία, πως ἔσκαψα βαθιά,

πως δε βύθισα τὸ μαχαίρι στα πιο γυμνά μου κόκαλα.»

 

«Η ποίηση με ξελάσπωσε». Κι εμάς εσύ. Έχουν μείνει ανείπωτα τα συναισθήματα των ανθρώπων χωρίς εσένα εδώ, Ντίνο. Πόσο μας λείπουν οι λέξεις σου να ‘ξερες.

Με εκτίμηση, Κατερίνα.

 

Photo grom artsandculture.gr

Συντάκτης: Κατερίνα Μάρου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου