Αξιότιμε Πάπα Φραγκίσκο,
Από την Ελλάδα σας στέλνω αυτό το σύντομο γράμμα, με τη μόνη πεποίθηση ότι θα σταθεί άξιο να διαβαστεί. Aν και μια απάντησή σας θα με χαροποιούσε ιδιαίτερα, θα αρκεστώ στην πεποίθηση ότι θα μπορούσε να εκτιμηθεί. Σας διαβεβαιώ ότι η επιστολή αυτή δεν έχει το σκοπό να σας φέρει σε δύσκολη θέση. Επιθυμώ μόνο να μοιραστώ μαζί σας κάποιες σκέψεις, καθώς η πορεία σας με οδηγεί να μπορώ να σας τις εμπιστευτώ.
Προέρχομαι από μια χώρα όχι πολλά χιλιόμετρα μακριά από το Πατριαρχείο της Ρώμης. Μεγάλωσα γνωρίζοντας τον συμβατικό τρόπο να δρω κάτω από τη σκεπή της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ο οποίος ήταν απόλυτα συνυφασμένος με αυτόν των προγόνων μου. Μελετώντας όμως τις Άγιες Γραφές κι έχοντας ένα απλό επίπεδο μόρφωσης αντιλήφθηκα αντιθέσεις. Όχι τόσο ως προς την εφαρμογή τους αλλά ως προς τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την πράξη κάθε αυτή. Κι εκεί κάπου αισθάνθηκα αιρετική, χωρίς όμως να γνωρίζω το γιατί. Ο χρόνος και η περιέργειά μου να ανακαλύψω τι κρύβεται πίσω από αυτό το συναίσθημα που από τη μία απέρριπτε στεγανά ενός δόγματος, ενώ από την άλλη είχε μια βαθιά πίστη στην πορεία της σημαντικότερης προσωπικότητας που είχε ποτέ η ανθρωπότητα, με οδήγησε σε μια αναζήτηση διαδρομής.
Λέγοντας λοιπόν αναζήτηση διαδρομής μπήκα στη διαδικασία να ανακαλύψω τα μυστικά που κρύβονται μέσα στα βιβλία. Καθόλου εύκολος δρόμος θα έλεγα, γιατί εκεί που άνοιγε μια πόρτα πιο κοντά στη αλήθεια, έβλεπα ότι κάποιες άλλες κλείδωναν. Χρειάστηκε πολύ χρόνος για να καταλάβω ότι η έννοια του Θεού θα παραμείνει κάτι άγνωστο. Το μόνο που θα μπορούσαμε να κάνουμε είναι να συνεχίσουμε την αναζήτηση με τη δύναμη της αγάπης- και μόνο. Αποδεχόμενοι την πίστη, που βέβαια δεν πίπτει σε επιστημονικές αποδείξεις και που γεννάται έτσι απλά, μέσα από την πρώτη ανάσα της ζωής. Με ένα πνεύμα φιλεύσπλαχνο μα κι αδάμαστο, που να αντέχει να κοιτάξει με τρίτη τέταρτη και πέμπτη ματιά αυτά που δεν μπορεί να δει με την πρώτη. Γκρεμίζοντας από τα έδρανα της Ιεράς Eξέτασης μια πνευματική διακυβέρνηση που αντιτάσσεται στην ανθρώπινη ιδιαιτερότητα κι εξέλιξη.
Ξέροντας πολύ καλά ότι ζείτε μέσα στον ασφυκτικό κλοιό του παποκαισαρισμού κι ότι το χαλιφάτο που ζει στους κήπους του Βατικανού όχι μόνο διοικεί αλλά κι εκτελεί, αν μου δινόταν ποτέ η ευκαιρία να σας συναντήσω , δε θα σας ρωτούσα τίποτα. Ο λόγος είναι ότι η απάντησή σας θα είχε στοιχεία της κοινωνίας που καλείστε να «αναμορφώσετε». Σεβόμενη το έργο σας δε θα επέτρεπα στον εαυτό μου να εναντιωθεί σε αυτήν σας στην προσπάθεια. Αν και ξέρω τη λατρεία της λατινικής γλώσσας μέσα στο ιερατείο, θα μου επιτρέψετε μια φράση του Αριστοτέλη, του αρχαίου Έλληνα φιλοσόφου που ειπώθηκε σε μια Αθήνα γεμάτη από αγάλματα και μυστικιστικές τελετές. Το «αεί ζητούμενον κι αεί απορούμενον» ήταν η δήλωσή του για το ποιος είναι ο θεός, εννοώντας ότι θα βρισκόμαστε σε μια αιώνια αναζήτηση και σε μια αιώνια απορία για την απάντηση αυτή.
Η χώρα μου, που στηρίχτηκε σε μια σειρά λογικών ενεργειών πάνω στην οποία πάτησε η επιστήμη, μπορεί να μην αποδέχθηκε την αποκάλυψη του Ιησού αμέσως, αλλά αγάπησε Αυτόν που σήκωσε τον Σταυρό στην πλάτη για τη λύτρωση. Ήταν ταγμένος -λένε- σε έναν λαό που υπέφερε από την υποτέλεια και τη φτώχεια. Αγάπησε τους ξένους και τους εχθρούς. Πιστεύετε ότι σήμερα υπάρχει κάποια θρησκεία που το ακολουθεί αυτό;
Σε αυτό το σημείο θα μου επιτρέψετε να αναφέρω ότι με την εκλογή σας στην Αγία Έδρα της Ρώμης φέρατε ένα μεταρρυθμιστικό αέρα απέναντι στο αυστηρά συντηρητικό δόγμα της Καθολικής Εκκλησίας. Παρακολουθώ την πορεία σας με τον μόνο τρόπο ενημέρωσης που υπάρχει στις ημέρες μας κι αντλώ την εικόνα ενός ανθρώπου χαρισματικού που βρίσκεται σε αυτό το ποίμνιο, όχι για να κρίνει, αλλά ίσως για να κριθεί. Φαντάζομαι ότι για εσάς θα είναι πολύ δύσκολο να έρχεστε αντιμέτωπος με ένα ιερατείο που γαντζώνεται πάνω στις ελπίδες του λαού και τελεί τελεστικές φανφάρες προς δική του τέρψη.
Γνωρίζοντας επιπλέον ότι η απόφασή σας να μπείτε στην υπηρεσία του Θεού ήρθε σε μια ώριμη ηλικία, καθώς και την προσφορά σας, η οποία χαίρει μεγάλης αποδοχής στις παραγκουπόλεις της Αργεντινής με κάνει να βλέπω ένα ανθρώπινο πρόσωπο στο ιεροκρατικό κράτος του Βατικανού. Και λέγοντας ιεροκρατία, θα μου επιτρέψετε να θέσω το εξής ερώτημα. Ένα θεοκρατικό κράτος είναι κι ιεροκρατικό; Είδατε νομίζω τις τελευταίες εξελίξεις στο Αφγανιστάν. Το ίδιο θρήσκευμα ασπάζονται οι δυο γραμμές, την ίδια γλώσσα μιλάνε κι όμως Αγαπητέ μου Πάπα, μα απέχουν αιωνιότητες.
Στη ζωή μου, μου δόθηκε η ευκαιρία να επισκεφτώ πολλές πόλεις του κόσμου. Στη Ρώμη δεν επέλεξα να πάω ποτέ. Αρνιόμουν την αίγλη της αιώνιας πόλης που στις κατακόμβες της κρύβει θυσίες ανθρώπων. Τώρα βλέπω το λάθος μου. Βλέπω ότι έκρινα με τον ίδιο αυστηρό τρόπο που κινήθηκαν κι αυτοί. Έμεινα προσκολλημένη σε μια ιστορία που γράφτηκε μεν, αλλά χωρίς εμένα. Κι εδώ ξεκινάνε όλα τα δεινά της ανθρωπότητας, σε μια ιστορία που γράφτηκε κάποτε κι εσύ πρέπει να την κουβαλάς ενώ σου δίνεται η δυνατότητα να την αλλάξεις.
Με συγκίνηση διάβασα το δημοσίευμα που αναφέρει ότι σε συνάντηση με κάποιον φίλο σας, αναφέρατε ότι η Κόλαση δεν υπάρχει και ψυχές που δε μετανοούν απλώς εξαφανίζονται. Δεν περιγράφεται η χαρά μου καθώς σκεφτόμουν τις συζητήσεις στους κλειστούς κόλπους της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησιάς με αυτήν την άποψή σας, που γι’ αυτούς είναι αντιδογματική. Αν και βιάστηκαν να το διαψεύσουν ως παράφραση των όσων είπατε, εγώ είμαι σίγουρη ότι η Κόλαση για εσάς, ταιριάζει περισσότερο με ένα αργεντίνικο ταγκό.
Videat Deus et judicet (Bλέπει ο Θεός και κρίνει)
Σας ευχαριστώ
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου