Αγαπημένε μου Χόρχε,

 

Δεν ξέρω πώς να ξεκινήσω αυτό το γράμμα σε σένα. Ίσως αυτό που θα μπορούσα να σκεφτώ  είναι ότι γράφω σε έναν φίλο, μιας κι έτσι σε αισθάνομαι. Δεν είναι λίγες οι φορές  που σε αναζήτησα όταν άρχισα να σκοντάφτω σε επιφάνειες λείες. Νομίζω πως ξέρεις πώς μοιάζει: σαν να φοράς παλιά παπούτσια με φθαρμένες σόλες. Αυτό συνέβαινε κυρίως όταν έφερνα μπροστά μου όλα αυτά που βρίσκονταν πίσω μου. Και δεν το λες και παράλογο μιας και τα βιβλία και πολύ περισσότερο τα δικά σου, στέκουν σε σημεία άλυτα και παρελθοντικά. Αν μου ζητούσαν μια λέξη για όλα αυτά που έχεις αποτυπώσει σε όλες τις συγγραφικές σου αναζητήσεις θα απαντούσα “rehab”.

Η γραφή σου, κατανοητή και μεστή. Σαν το γάργαρο νερό που πίνεις για να ξεδιψάσεις. Τίποτα περιττό, παράλογο. Ούτε χαμένοι χρόνοι, ούτε αδήλωτα θέλω, ούτε διαίρεση προσωπικοτήτων. Μόνο άνθρωποι με πράξεις κι άνθρωποι χωρίς. Και δεν εννοώ ότι όλα τα παραπάνω δεν έχουν σπουδαιότητα, απλά για εμάς που είμαστε έξω από την επιστήμη της ψυχολογίας είναι πιο εύκολο να αντιληφθούμε το «Εγώ είμαι εγώ» και το  «Εσύ είσαι εσύ», από δυσκολονόητες παραγράφους.

Αλλά ας τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Γεννήθηκα στην Ελλάδα και δεν ξέρω αν είναι κατάρα- βέβαια κι ευλογία δεν το λες, να ζεις σε μια τόσο όμορφη χώρα και η ελευθερία της να αποτελεί απλώς ένα σχήμα λόγου. Η χώρα μου η τρελή κι αλλοπαρμένη, εύκολα μπερδεύεται και παρασύρεται από λόγια ανθρώπων κι όχι από ιδεολογίες και το υπόβαθρο αυτών. Ότι είχαμε μια έφεση στην προσωπολατρία, την είχαμε κι αυτό είναι  ένα γεγονός που η ιστορία το αποδεικνύει. Έτσι κάπως συνέβη και με τον Καζαντζάκη, που υπήρχαν μνείες στο όνομά του από όλον τον κόσμο κι εμείς είπαμε να τον αφορίσουμε γιατί η αναζήτησή του γεννούσε ερωτηματικά. Κι έτσι έφυγε για την Αντίμπ. «Δεν έχω καιρό τώρα για να φύγω» έλεγε στο γιατρό του που τον επισκέπτονταν, «έχω δουλειές ατελείωτες, άλλωστε το έχω ορκιστεί, ότι δε θα φύγω αν δε δω την Κίνα». Κι έτσι έγινε, κράτησε τον όρκο του, αυτός που διάβαζε τον Βούδα, τον Χριστό και τον Λένιν.

Αυτή είναι η χώρα μου, που υπεραγαπώ! Κι αισθάνομαι ότι ίσως και να συμφωνήσεις κι εσύ μαζί μου μιας και τη λάμψη της δικής σου πολλοί ζήλεψαν.

Κι ας έρθουμε τώρα στα δικά μας, τα πιο προσωπικά κι εξίσου δύσκολα. Λες να μην υπάρχει άνθρωπος που να μην έχει μια τραγική ιστορία πίσω του; Κι όπως λες και εσύ «Όλοι έχουμε από μία, τη συνθέτουν όλα τα δύσκολα γεγονότα που μας έτυχε να ζήσουμε, προσεκτικά τακτοποιημένα, μεγεθυμένα κι αρχειοθετημένα έτσι ώστε να δικαιολογούν τις μεγαλύτερες ανεπάρκειες».

Θα συμφωνήσω, βέβαια, ότι όλα ξεκινούν από την οικογένεια. Αν σου έλεγα για τη δική μου, θα έλεγα ότι έζησα σε ένα σπίτι που όταν έφτανε ο πατέρας έπεφτε σιωπή, μιας και καλλιεργούσε κλίμα αυστηρότητας. Η ζωή μου στην εφηβεία είχε φωνές και καβγάδες από τη μεριά του πατέρα κι υποστήριξη κι αγωνία από τη μάνα. Ένα κλίμα αντιπαράθεσης μεταξύ τους κι εγώ στη μέση, μια να αντιδρώ και μια να σκύβω το κεφάλι για να μην αποκαλυφτώ. Καμία αρμονία εν ολίγοις. Αποτέλεσμα όλων αυτών το παρόν προϊόν.

Θα ήθελα να σταθώ στο μεγάλο κατάλογο των βιβλίων σου, αλλά μιας κι είσαι συνηθισμένος σε εκδηλώσεις αναγνώρισης κι αγάπης, θα το αποφύγω για να μη γίνει κουραστικό.

Θα αναφέρω μόνο αυτό. Ήρθα αντιμέτωπη πολλές φορές με την οργή  μου, τη θλίψη και τον θυμό. Και στάθηκα εκτεθειμένη και ντροπιασμένη  μπροστά στο παράπονό μου και στο δίκιο. Και τότε προβληματίστηκα που φανέρωνα τις αδυναμίες μου. Δεν ήμουν όμως παράλογη και γι’αυτό και ζητούσα κάποιον να μου το πει, αφού εγώ το ήξερα. Κι έτσι βρήκα εσένα, που με κατανόηση ήρθες κι ακούμπησες τα λεγόμενά σου και τα γραπτά σου πάνω μου, με λόγια απλά μα και σημαντικά. Κι ένιωσα πως κάποιος με καταλαβαίνει. Γι’ αυτό και σήμερα σου γράφω, μέσα από το ακατανόητο κομφούζιο που διάλεξα να έχω για ζωή, γιατί έτσι ανθρώπινη, νιώθω πως κι εσύ με βοήθησες να γίνω.

 

«Πρώτα, δίνω γιατί μου δίνουν,

μετά, δίνω για να μου δώσουν

μετά, δίνω για να πάρουν αυτό που δίνω

και, τέλος, δίνω μόνο για τη χαρά του να δίνεις.» (Γράμματα στην Κλαούντια)

 

 

Σε ευχαριστώ για όλα! Θα τα ξαναπούμε.

Με εκτίμηση, Μόνικα.

 

 

 

Συντάκτης: Μόνικα Καράμπεη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου